Του π. Ιερόθεου Βλάχου, μητροπολίτη Ναυπάκτου
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση και οι Οικουμενικές Σύνοδοι
Η ησυχαστική παράδοση υιοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και είναι δεδομένη θεολογία της Εκκλησίας. Τα δόγματα είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Αποκαλύψεως, και οι κανόνες είναι εκείνοι που αναφέρονται στην συγκρότηση της ενότητος της Εκκλησίας, αλλά και σηματοδοτούν τις προϋποθέσεις για την βίωση της Αποκαλύψεως, ιδιαιτέρως οι κανόνες εκείνοι που αναφέρονται στο πώς κανονίζεται η μετάνοια. Όλη η θεολογία των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων φαίνεται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ιδιαιτέρως στον «προσφωνητικόν λόγον» και τους α’ και ρβ’ κανόνες της.
Έπειτα, οι ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αιώνος (1341, 1347, 1351, 1368), στις οποίες πρωταγωνίσθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η ησυχαστική του θεολογία, που είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου θεολογίας όλων των αγίων Πατέρων, κατοχύρωσαν τον ησυχασμό, ως προϋπόθεση της αγιότητος, της θεώσεως, αλλά δογμάτισαν και για την θεολογία περί της μεθέξεως της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Και όταν σκεφθή κανείς ότι οι Σύνοδοι αυτές, κυρίως του έτους 1351 που αποδέχθηκε και τις αποφάσεις των προηγουμένων Συνόδων (1341, 1347), έχει όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηρισθή ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος, τότε καταλαβαίνει την μεγάλη αξία της ησυχαστικής νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας, ως γνησίας ευαγγελικής και εκκλησιαστικής ζωής.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα Πρακτικά και τον Συνοδικό Τόμο της Συνόδου του 1351, διακρίνει σαφώς ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ των οποίων ότι ασχολήθηκε με ένα σοβαρό δογματικό θέμα, ως συνέχεια της Δ’ και της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, ότι οι Αυτοκράτορες υπέγραψαν τα Πρακτικά, αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες της Συνόδου την αποκαλούν «θεία και ιερά σύνοδον».
Μάλιστα γι’ αυτό και έχει χαρακτηρισθή ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος. Κυρίως στα Πρακτικά της Συνόδου αυτής φαίνονται ευδιάκριτα τα εξής σημεία:
Πρώτον, στην Σύνοδο αυτήν συμπεριελήφθησαν οι συνοδικοί τόμοι των ετών 1341 και 1347 και απέκτησαν έτσι οικουμενικό κύρος. Γράφεται στα Πρακτικά της Συνόδου του 1351: «..και ακριβή και προσήκουσαν την περί των προκειμένων σκέψιν και εξέτασιν ποιησάμενοι, και τους πρώην επί τούτοις συνοδικούς τόμους ως ευσεβεστάτους επικυρούντες, μάλλον δε και τούτοις επόμενοι….». Επομένως, όλες αυτές οι Σύνοδοι θεωρούνται ως μία Σύνοδος και, βεβαίως, με αυτές τις Συνόδους κατεδικάσθηκαν οι απόψεις του Βαρλαάμ, αλλά και των μαθητών του, των βαρλααμιτών, ήτοι του Ακινδύνου και του Γρηγορά.
Δεύτερον, θεωρεί τον εαυτό της ως συνέχεια των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, ιδίως δε της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία αποφάνθηκε ότι ο Χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, γι’ αυτό και μνημονεύεται ο συνοδικός τόμος της:
«και απεδείχθη και τούτο υπό των αγίων εναργώς κηρυττόμενον· ων κεφάλαιον η αγία και Οικουμενική Σύνοδος, καθώς ανωτέρω δια των κατά μέρος προτεθέντων αυτής ρητών μάλιστα ικανώς αποδέδεικται». Μάλιστα, ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονές του, που μιλούν για την κτιστή ενέργεια του Θεού, χαρακτηρίζονται ως χειρότεροι και από τους Μονοθελήτες: «Καντεύθεν και αυτοί φανερώς αναδείκνυνται· χείρους δε εκείνων πολλώ», «χείρους και ατοπώτεροι», γιατί εκείνοι υπεστήριζαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση και μία ενέργεια, αλλά την θεωρούσαν ως άκτιστη και όχι κτιστή, ενώ οι βαρλαμίτες θεωρούν ότι στον Χριστό υπάρχει ένα θέλημα και μία ενέργεια, αλλά την δέχονται φανερώς ως κτιστή.
Τρίτον, καταγράφει τις αιρετικές απόψεις του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου και του Γρηγορά, που αναφέρονται στην άκτιστη ενέργεια και την μέθεξη της ακτίστου ενεργείας από τους θεουμένους αγίους. Το σημαντικό είναι ότι η Σύνοδος του έτους1351 επικύρωσε και τους προηγούμενους συνοδικούς τόμους που αναφέρονται και στον ιερό ησυχασμό, που είναι απαραίτηση προϋπόθεση για την όραση της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αναφέρονται μόνον στην φύση του ακτίστου φωτός, αλλά και στον ιερό ησυχασμό, την απαραίτητη προϋπόθεση οράσεως του ακτίστου Φωτός.
Γράφεται εκεί ότι ο Βαρλαάμ καταφερόταν εναντίον των ιερών Πατέρων, οι οποίοι «δια των εντολών του Θεού κεκαθαρμένοι τας καρδίας» δέχονται μυστικώς και απορρήτως θείες ελλάμψεις, καθώς επίσης καταφερόταν «κατά των καθ’ ησυχίαν ζώντων μοναχών».
Ο Βαρλαάμ εγγράφως διέστρεψε και κατηγόρησε «πολλά και των της ησυχίας εθίμων», και μάλιστα επιτέθηκε και εναντίον της συνηθισμένης προσευχής στους ησυχαστές, αλλά και σε όλους τους Χριστιανούς, στην προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με». Αναφέρεται μάλιστα στην σχέση μεταξύ ησυχίας, προσευχής και θεωρίας του ακτίστου Φωτός, που είναι αυτή η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα:
«Μήτηρ γαρ προσευχής η ησυχία. Προσευχή δε θείας δόξης εμφάνεια. Όταν γαρ τας αισθήσεις μύσωμεν και εαυτοίς και τω Θεώ συγγενώμεθα, και της έξωθεν του κόσμου περιφοράς ελευθερωθέντες εντός εαυτών γενώμεθα, τότε τρανώς εν εαυτοίς την του Θεού βασιλείαν οψόμεθα. “Η βασιλεία γαρ των ουρανών, ήτις εστι Βασιλεία Θεού, εντός ημών εστιν”, Ιησούς ο Θεός επεφθέγξατο».
Οπότε, γίνεται φανερό ότι η όραση της Βασιλείας του Θεού και η εσχατολογική βίωση από την ζωή αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ησυχασμό. Ο ησυχασμός δεν είναι κάτι που ήλθε στην ζωή της Εκκλησίας μεταγενέστερα, κατά επίδραση των νεοπλατωνικών και δήθεν παρέκαμψε την εκκλησιολογία της πρώτης Εκκλησίας που στηριζόταν στην θεία Ευχαριστία και την αίσθηση της Βασιλείας του Θεού, αλλά είναι η προϋπόθεση της θέας του ακτίστου Φωτός, όπως σαφώς κατοχύρωσε και η «θεία και ιερά Σύνοδος» του 1351.
Ο Βαρλαάμ αντί να ακολουθή την διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, στηριζόταν περισσότερο στην φιλοσοφία, θεωρώντας το Φως της θεότητος που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ ότι δεν ήταν απρόσιτον και κατά αλήθεια Φως θεότητος ούτε ήταν ιερώτερο και θειότερο των αγγέλων, «αλλά και χείρον και κατώτερον και αυτής της ημετέρας νοήσεως». Δηλαδή, ο Βαρλαάμ θεωρούσε ότι «πάντα τα τε νοήματα και νοούμενα σεμνότερά εστι του φωτός εκείνου».
Τέταρτον, τεκμηριώνει όλη αυτήν την θεολογία στα κείμενα της Αγίας Γραφής –Παλαιάς και Καινής– στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Διαδόχου του Φωτικής, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Ανδρέου Κρήτης κ.α.
Τα αποσπάσματα των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων αναφέρονται στην ιερά ησυχία, την νοερά καρδιακή προσευχή, την νήψη του νοός, την κάθαρση της καρδιάς, την σύνδεση της ιεράς ησυχίας με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, την θεωρία του ακτίστου Φωτός, την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μόνη εσχατολογική βίωση της Βασιλείας του Θεού είναι η δια της ιεράς ησυχίας μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού, της θεωρίας του ακτίστου Φωτός.
Πέμπτον, η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε τα δίκαια αναθέματα που επεβλήθησαν στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον από τις προηγούμενες συνόδους, αφού δεν μετενόησαν, στους δε «ομόφρονάς» τους «και απλώς όσοι της συμμορίας αυτών», τους τιμώρησε «ως αποκηρύκτους τε και αποβλήτους της καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας», εάν δεν μεταμεληθούν.
Επίσης, επέβαλε και το ανάθεμα της ακοινωνησίας και απογύμνωσε τους Κληρικούς «πάσης ιερατικής λειτουργίας», όταν κοινωνούν εν γνώσει τους με τους αιρετικούς αυτούς. Ακόμη, καταδικάζονται και όσοι θα καταφερθούν στον μέλλον εναντίον των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Για το θέμα αυτό που μας ενδιαφέρει με τον Συνοδικό τόμο του έτους1351 επικυρώνεται η προηγούμενη καταδίκη:
«Αλλ’ και ει τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτέ φωραθείη ή φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά του ιερωτάτου Θεσσαλονίκης (στον τόμο του 1347 γράφεται:
«του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμά και των συν αυτώ μοναχών») μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ’ αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν (καθαίρεση και ακοινωνησία), είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών».
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι η Εκκλησία συνοδικώς υιοθέτησε πλήρως την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των ησυχαστών περί της ακτίστου ενεργείας του Θεού, του θαβωρείου Φωτός, αλλά και περί του ιερού ησυχασμού. Οπότε, δεν πρόκειται για διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά για διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και αυτής της ίδιας της Εκκλησίας.
Έτσι, όχι μόνον τότε, αλλά και στο μέλλον («ποτέ») όποιος φρονεί η λέγει η γράφει εναντίον αυτών των θεμάτων, όποιος αρνείται τον ιερό ησυχασμό, την θεοπτία, και την άκτιστη ενέργεια του Θεού, είτε είναι ιερωμένος είτε λαϊκός δέχεται τον ίδιο αφορισμό και ακοινωνησία, που δέχθηκαν οι σύγχρονοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αντιησυχαστές.
Από τα Πρακτικά αυτά φαίνεται σαφέστατα ότι όσοι ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετά επηρεάσθησαν από μια άλλη «(νεο)πλατωνική εκκλησιολογία» την οποία δήθεν ανεκάλυψαν και παρουσίασαν ο Ευάγριος ο Ποντικός και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, οι οποίοι και επηρέασαν τους μεταγενέστερους Πατέρες, οπότε εκδιώχθηκε και παραθεωρήθηκε η «αρχέγονη εκκλησιολογία» της Ευχαριστίας και της Βασιλείας, στην πραγματικότητα εκφράζουν την καταδικασμένη αίρεση του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου, του Γρηγορά, και σαφώς είναι βαρλααμίτες με φοβερές συνέπειες.
Η παράδοση της Φιλοκαλίας
Μετά τις ησυχαστικές Συνόδους του 14ου αιώνος χρειάσθηκε να γίνη μια κωδικοποίηση όλης της ησυχαστικής παραδόσεως, την οποία επικύρωσε η Εκκλησία συνοδικώς και κατοχύρωσε ως την αυθεντική ευαγγελική, εκκλησιαστική και πατερική ζωή.
Έτσι, άρχισαν να συγκροτούνται μερικά κείμενα και τελικά απαρτίσθηκε η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, η οποία δεν παραθεώρησε τα Μυστήρια, αλλά κατέγραψε τις πραγματικές εκκλησιαστικές προϋποθέσεις μεθέξεως της Χάριτος δι’ αυτών.
Η Φιλοκαλία απαρτίσθηκε και δημοσιεύθηκε από τους αγίους Μακάριο Νοταρά, Επίσκοπο πρώην Κορίνθου, και Νικόδημο τον Αγιορείτη. Στον πρόλογο, τον οποίο συνέγραψε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, φαίνεται η μεγάλη αξία της Φιλοκαλίας, που περιέχει κείμενα τα οποία δείχνουν στον άνθρωπο τον τρόπο να ανακαλύψη την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος και του Χρίσματος που υπάρχει μέσα στην καρδιά του βαπτιζομένου, η οποία τώρα σε πολλούς Χριστιανούς καλύπτεται από τα πάθη.
Μια μικρή περίληψη αυτού του προλόγου θα δείξη την μεγάλη αξία και της Φιλοκαλίας, αλλά και της πνευματικής ζωής, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, δια της οποίας ο άνθρωπος ανέρχεται στο ύψος της θεοπτίας.
Ο Θεός, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, δημιούργησε τον άνθρωπο για να είναι «επόπτης της αισθητής Κτίσεως και μύστης της νοουμένης», με την εντολή να λάβη «την ενυπόστατον της θεώσεως χάριν», να γίνη θεός και να λάμπη στους αιώνας μέσα στο ακραιφνέστατο φως. Όμως, με τον φθόνο του διαβόλου ο άνθρωπος αποχωρίσθηκε από την θεία δόξα και διέκοψε την εκπλήρωση της προαιώνιας βουλής του Θεού.
Στην συνέχεια ενηνθρώπησε ο Χριστός με την ευδοκία του Πατρός και την συνέργεια του Αγίου Πνεύματος, ενηνθρώπησε, θέωσε την προσληφθείσα ανθρώπινη φύση, και με το άγιο Βάπτισμα μας έδωσε την τέλεια Χάρη του Παναγίου Πνεύματος «οιονεί σπέρμα θείον εγκατασπείρας εν ταις καρδίαις ημών». Συγχρόνως, μας έδωσε εντολή, με την τήρηση των εντολών Του, όταν πολιτευόμαστε κατά τις πνευματικές μεθηλικώσεις, δηλαδή την συναύξηση μαζί με τον Χριστό –την συσταύρωση, την συνταφή, την συνανάσταση και την συνανάληψη– να διαφυλάξουμε άσβεστη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και να γίνουμε τέκνα Θεού, να θεωθούμε. Αυτή είναι η περίληψη της θείας οικονομίας. Εμείς, όμως, με την άγνοια και με τις βιοτικές μέριμνες τυφλωθήκαμε και συνεχώσαμε αυτήν την Χάρη του Θεού μέσα στην καρδιά, οπότε το φως του Βαπτίσματος κινδυνεύει να σβησθή. Στην πραγματικότητα αυτή η Χάρη του αγίου Βαπτίσματος καλύπτεται από τα πάθη.
Για να αποφευχθή αυτό, το Άγιον Πνεύμα σόφισε [=φώτισε, τους έδωσε σοφία] τους Πατέρες να μας διδάξουν τον τρόπο που υποδείχθηκε και από τον Χριστό να ασχοληθούμε με την νήψη, την φυλακή του νοός, την αδιάλειπτη προσευχή του ονόματος του Χριστού στα χείλη, τον νου και στο βάθος της καρδιάς, με το να τηρούμε την διάνοια «ασχημάτιστον όλως και άχροον», ώστε να αποκαλύψουμε την Χάρη του Θεού που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, που είναι η Βασιλεία του Θεού.
Εξασκούμενοι σε αυτήν την πνευματική εργασία, δηλαδή στην νοερά προσευχή, που συνδέεται και με την τήρηση των εντολών του Χριστού, αναπτύσσεται μια ενέργεια μέσα στην καρδιά, μια θερμότητα, και με αυτήν την ενέργεια «τα μεν πάθη καταναλίσκονται» και ο νους και η καρδία «κατ’ ολίγον καθαίρονται και προς εαυτά ενούνται». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τηρούνται με μεγάλη ευχέρεια οι εντολές του Χριστού και να ανατέλλουν οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ανακαλύπτουμε την τέλεια Χάρη του αγίου Βαπτίσματος που μας δόθηκε από την αρχή, η οποία σαν κάποια σπίθα ήταν συγκεχωμένη στα πάθη, και έτσι «τηλαυγώς αναλάμψασαν αυτήν, κατοπτεύσαι και φωτισθήναι νοερώς και επομένως τελειωθήναι και θεωθήναι κατάλληλα».
Αυτήν την μέθοδο μας την περιέγραψαν οι άγιοι Πατέρες και την παρέδωκαν σε μας τα πνευματικά τους παιδιά «καθάπερ τινα πατρικήν κληρονομίαν». Πρόκειται για την «καθαρτικήν», «φωτιστικήν» και «τελειωτικήν» Χάρη, όπως την ονομάζει ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, και τα νηπτικά συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας που κάνουν λόγο «περί προσοχής και νήψεως» και έχουν σκοπό «το θεουργήσαι τον άνθρωπον». Αυτά τα πατερικά συγγράμματα, λόγω της παλαιότητος και της μη εκδόσεώς τους παρέμειναν άγνωστα.
Δυστυχώς, αυτή η ιερά εργασία παραμένει άγνωστη και σε αυτούς ακόμη τους μοναχούς, που ασχολούνται μόνον με τα εργαλεία των αρετών και δεν γνωρίζουν τα σχετικά με την φυλακή του νοός και την καθαρά προσευχή. Έτσι, «κινδυνεύει την τοιαύτην σύντομον και γλυκυτάτην εργασίαν τέλεον εκλίπειν· αμαυρωθήναι τε εντεύθεν και αποσβεσθήναι την χάριν» και βεβαίως κινδυνεύουμε να εκπέσουμε από την προς τον Θεό ένωση και θεουργία. Λόγω της απώλειας αυτής της εργασίας που οδηγεί στην θέωση είναι δυσεύρετη η ύπαρξη ακόμη και μοναχών που αγαπούν την ησυχαστική ζωή, εξέλειψαν ακόμη και «οι εν αγιότητι διαπρέποντες». Γιατί, χωρίς την θέωση του νου, δεν μπορεί ο άνθρωπος όχι μόνον να αγιάση, αλλά ούτε και να σωθή, αφού «ταυτόν γαρ εστι σωθήναι και θεωθήναι κατά την των θεοσόφων εκφαντορίαν». Επειδή στερούμαστε τέτοιων βιβλίων και τα σημαντικά αυτά νηπτικά κείμενα παραμένουν στο σκοτάδι και σε κάποια γωνιά «ακλεή και σητόβρωτα και τήδε κακείσαι παρερριμμένα τε και διεσπαρμένα», εκδίδεται η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών.
Αυτό το βιβλίο είναι «το της νήψεως ταμιείον· το του νοός φυλακτήριον· το μυστικόν διδασκαλείον της νοεράς προσευχής. Βιβλίον, της πρακτικής την εξαίρετον υποτύπωσιν· της θεωρίας την απλανή οδηγίαν· τον των Πατέρων Παράδεισον· των αρετών την χρυσήν σειράν. Βιβλίον το πυκνόν του Ιησού αδολέσχημα, την ανακλητικήν της Χάριτος σάλπιγγα και, συνελόντι φάναι, αυτό δη το της θεώσεως όργανον, χρήμα είπέρ τι άλλο μυριοπόθητον, και προ πολλών ετών μελετώμενον μεν και ζητούμενον, αλλ’ ουχ ευρισκόμενον».
Είναι φανερόν ότι η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών περιέχει την μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι ο ιερός ησυχασμός, η οποία μέθοδος συνδέεται στενά με τα Μυστήρια της Εκκλησίας –το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την θεία Ευχαριστία– και δείχνει στον άνθρωπο τον τρόπο με τον οποίο φθάνει στην θέωση. Επομένως, Μυστήρια και ησυχασμός συνδέονται στενότατα μεταξύ τους. Οπότε, όποιος υποτιμά την Φιλοκαλία και ομιλεί περιφρονητικώς και υβριστικώς γι’ αυτήν, στην πραγματικότητα υπονομεύει όλην την ασκητική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως κατοχυρώθηκε συνοδικώς.
(Συνεχίζεται)
(Πηγή: http://o-nekros.blogspot.gr/2011/08/blog-post_8370.html)
Leave a Reply