Του π. Ιερόθεου Βλάχου, μητροπολίτη Ναυπάκτου
Μιλώντας για την ορθόδοξη νήψη [=>νηπτική παράδοση] εννοούμε την εγρήγορση και την ετοιμότητα του ανθρώπου να κρατά τον νου του καθαρό από διαφόρους λογισμούς και εικόνες που νεκρώνουν την εσωτερική του ελευθερία και καθαρότητα και τον αποσπούν από την κοινωνία με τον Θεό που συνιστά την γνώση του Θεού. Η νήψη αυτή χαρακτηρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιερά ησυχία. Επειδή υπάρχει ολόκληρο κίνημα ησυχαστικό, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την λέξη ησυχία.
Έτσι, λοιπόν, ησυχία εννοούμε κυρίως την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεούμενοι για να ενωθούν με τον Θεό και να υπερβούν τον θάνατο, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά, αλλά και βιολογικά προβλήματα του ανθρώπου. Θα αναφέρω μερικά χωρία Πατέρων της Εκκλησίας, από τον τεράστιο πλούτο της πατερικής μας παραδόσεως.
Η νηπτική παράδοση και η Αγία Γραφή
Το νόημα της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως περί της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως ανευρίσκεται μέσα στην Αγία Γραφή –Παλαιά και Καινή Διαθήκη– όταν ερμηνεύεται με ορθόδοξες προϋποθέσεις και όχι μέσα από την ερμηνευτική της προτεσταντικής θεολογίας. Στα κατά καιρούς εκδοθέντα βιβλία μου παρέθεσα άφθονο υλικό για το θέμα αυτό, αλλά εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά παραδείγματα.
Οι μακαρισμοί του Χριστού, που είναι η πρώτη διδασκαλία Του, δείχνουν τι ακριβώς είναι η πνευματική ζωή και διασώζουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας.
Σε αυτούς γίνεται λόγος για την πτωχεία του πνεύματος, ως προϋπόθεση της Βασιλείας του Θεού· για το κατά Θεόν πένθος που οδηγεί στην παράκληση· για την πραότητα ως προϋπόθεση κληρονομήσεως της γης· για την πείνα και την δίψα· για την δικαιοσύνη του Χριστού που φέρνει πνευματικό χορτασμό· για την ελεημοσύνη που αποσπά το έλεος του Θεού· για την καθαρότητα της καρδιάς, δια της οποίας βλέπει κανείς τον Θεό· για την ειρηνοποιΐα, γιατί έτσι γίνεται κανείς υιός του Θεού· για τον διωγμό για την δικαιοσύνη του Θεού και τον ονειδισμό ένεκέν Του, γιατί έτσι αποκτάται η χαρά και η αγαλλίαση και ο μισθός στους ουρανούς (Ματθ. ε, 1-13).
Μελετώντας κανείς προσεκτικά τους μακαρισμούς αυτούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα συνιστούν τον αληθινό εκκλησιαστικό τρόπο ζωής, βλέπει ότι προτρέπονται οι Χριστιανοί να τηρούν τις εντολές του Χριστού, αλλά κυρίως παρατηρεί ότι όλα τα μεγάλα αγαθά, η όραση του Θεού, η μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, η βίωση της υιοθεσίας είναι προϋπόθεση της ασκητικής ζωής, που είναι η ταπείνωση, το πένθος, η πραότητα, η κάθαρση της καρδιάς, ο διωγμός και το μαρτύριο για την δόξα του Χριστού.
Στην συνέχεια, αν μελετήση κανείς το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού στο όρος Θαβώρ και την μέθεξη της δόξης του ακτίστου Φωτός από τους τρεις Μαθητές (Ματθ. ιστ, 28 – ιζ,1-8), σε συνδυασμό με την φανέρωση του Αναστάντος Χριστού και την βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής, τότε καταλαβαίνει σε τι συνίσταται η πνευματική ζωή.
Ο Απόστολος Πέτρος στις καθολικές του επιστολές αναφέρεται σε όλην αυτήν την ησυχαστική ζωή που πρέπει να ζουν οι Χριστιανοί:
«Ως πάντα ημίν της θείας δυνάμεως αυτού τα προς ζωήν και ευσέβειαν δεδωρημένης δια της επιγνώσεως του καλέσαντος ημάς δια δόξης και αρετής, δι ών τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως αποφυγόντες της εν κόσμω εν επιθυμία φθοράς» (Β’ Πέτρ. α , 3-4).
Πρέπει κανείς να απομακρύνεται από την κοσμική νοοτροπία και να φθάση στην κοινωνία με τον Θεό. Στην συνέχεια αναφέρεται στην πίστη που συνδέεται με την αρετή, την γνώση, την εγκράτεια, την υπομονή, την ευσέβεια, την φιλαδελφία, την αγάπη.
Με αυτά φθάνει ο άνθρωπος στην επίγνωση του Χριστού. Εκείνος που δεν έχει αυτά «τυφλός εστι, μυωπάζων, λήθην λαβών του καθαρισμού των παλαιών αυτού αμαρτιών» (Β’ Πέτρ. α, 5-9).
Προτρέπει τους Χριστιανούς να αγωνίζωνται για να επιτύχουν τον σκοπό τους·
«διο μάλλον, αδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν υμών την κλήσιν και εκλογήν ποιείσθαι· ταύτα γαρ ποιούντες ου μη πταίσητέ ποτε. ούτω γαρ πλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β’ Πέτρ. α , 10-11).
Προσδιορίζοντας δε τι είναι αυτή η Βασιλεία του Θεού αναφέρεται στην φανέρωση της δόξης του Θεού στο Όρος Θαβώρ, που διακρίνεται σαφέστατα από την φιλοσοφία, η οποία είναι «σεσοφισμένοι μύθοι»:
«ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος. Λαβών γαρ παρά Θεού πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης, ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εις ον εγώ ευδόκησα, και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, συν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω. και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, ω καλώς ποιείτε προσέχοντες ως λύχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω, έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρ. α , 5-19).
Στο αποστολικό αυτό κείμενο φαίνεται σαφέστατα ποιά είναι η κλήση των Χριστιανών, τι είναι η Βασιλεία του Θεού, πως αξιώνεται κανείς αυτής της θεωρίας [=όρασης] και, βεβαίως, ότι πρόκειται για εμπειρία της ακτίστου δόξης [=Φωτός του Θεού] που διακρίνεται από κάθε φιλοσοφία, πλατωνική και νεοπλατωνική.
Η ησυχαστική παράδοση φαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο της Α’ Καθολικής επιστολής του Αποστόλου Πέτρου. Εκεί προτρέπονται όλοι οι Χριστιανοί να περιζώσουν την διάνοιά τους, να είναι νήφοντες, να ελπίσουν τελείως «επί την φερομένην υμίν χάριν εν αποκαλύψει Ιησού Χριστού», ως τέκνα της υπακοής να μη συσχηματίζονται με τις επιθυμίες που είχαν κατά τον χρόνο της άγνοιας, πριν το Βάπτισμα, αλλά να ζουν σύμφωνα με την κλήση του Αγίου Θεού, να γίνουν και αυτοί άγιοι, σε κάθε αναστροφή (Α’ Πέτρ. α , 13-17).
Και εδώ η βίωση των μεγάλων αγαθών προϋποθέτει την συγκέντρωση της διανοίας, την νήψη, την ελπίδα της απολαύσεως του Θεού, δηλαδή της θεοπτίας, και με αυτό τον τρόπο γίνονται άγιοι.
Η αγιότης δεν είναι κάτι δεδομένο που δίνεται μηχανικά και μαγικά, αλλά προϋποθέτει την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου.
Αυτά είναι μερικά παραδείγματα από την Καινή Διαθήκη, αλλά υπάρχει πληθώρα τέτοιων χωρίων που δείχνουν όλη την προοπτική της καθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της θεοπτίας, ώστε να μην χρειάζεται να προσλάβουν οι Πατέρες αυτήν την διδασκαλία από τον πλατωνισμό και τον νεοπλατωνισμό. Πλούσιο υλικό μπορεί κανείς να βρη στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, όπως το έκανα σε ένα κείμενό μου με τίτλο «Η ησυχία και η θεοπτία στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου»
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση και οι άγιοι Πατέρες
Την ησυχαστική παράδοση συναντάμε σε όλα τα πατερικά κείμενα. Δεν υπάρχει Πατέρας της Εκκλησίας, που είχε εμπειρίες πνευματικής ζωής, και δεν αναφέρεται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση.
Δεν πρόκειται για επηρεασμό από την πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία, αλλά για την έκφραση της εμπειρίας τους, μέσα από τους όρους της εποχής τους.
Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, ο Ευάγριος ο Ποντικός, στο σημείο αυτό κατέγραψε την ησυχαστική παράδοση την οποία βρήκε στους μοναχούς της Παλαιστίνης.
Έτσι, είναι βλάσφημο να θεωρήση κανείς τους Πατέρας σαν ανώριμους πνευματικά, ώστε να επηρεάζωνται από την νεοπλατωνική φιλοσοφία. Και αν ακόμη επηρεάσθηκαν εξωτερικά, φραστικά, στην πραγματικότητα με τις λέξεις που προσέλαβαν, διετύπωσαν την όλη ησυχαστική-νηπτική παράδοση της Εκκλησίας.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται πολλές φορές στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Προηγουμένως αναφέρθηκαν μερικά χωρία του στα οποία φαίνεται ότι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση είναι ο απαραίτητος τρόπος ορθοδόξου θεολογίας και έξω από αυτές τις προϋποθέσεις ενυπάρχει ο κίνδυνος της αιρέσεως.
Εδώ πρέπει να αναφερθή ο λόγος του περί της ιερωσύνης, που δικαιολογεί γιατί, όταν του ετέθη το θέμα της ιερωσύνης, την απέφυγε και έφυγε για τον Πόντο. Μεταξύ των άλλων λέει ότι ήλθε μέσα του «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως· ης εραστής γενόμενος εξ αρχής».
Στην συνέχεια κάνει λόγο για το ότι επιδίωκε την κάθαρση και την έλλαμψη, επειδή το έργο της ιερωσύνης είναι μεγάλο, γιατί «καθαρώ μόνον απτέον του καθαρού και ωσαύτως έχοντος», και πρέπει να λαμπρύνη τον λόγο «τω φωτί της γνώσεως», αλλά και τον νουν και την ακοή.
Είναι επικίνδυνο να θεολογήση κανείς, αν δεν καθαρισθούν τα τρία αυτά «ή ουκ ενελάμφθη νους, ή λόγος ησθένησεν, ή ουκ εχώρησεν ακοή μη κεκαθαρμένη».
Το καταπληκτικότερο δε από όλα είναι ότι ο λόγος αυτός του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, εκτός του ότι αναφέρεται στην κάθαρση, την έλλαμψη και την θεοπτία, που είναι απαραίτητα γνωρίσματα όχι μόνον της ορθοδόξου θεολογίας, αλλά και της διακονίας της ιερωσύνης, κάνει ευρύτατα λόγο για την θεραπεία του ανθρώπου.
Δηλαδή, την κάθαρση, την έλλαμψη και την γνώση του Θεού την χαρακτηρίζει ως θεραπεία του ανθρώπου. Τον ιερέα τον θέλει θεραπευτή, η θεραπεία γίνεται μέσα στην Εκκλησία διά των Μυστηρίων και της ασκήσεως, και το όλο έργο της θείας ενανθρωπήσεως απέβλεπε στην θεραπεία του ανθρώπου. Και όταν κάνη λόγο για θεραπεία, την εντοπίζει στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, την καρδιά.
«Ημίν δε περί τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον η πάσα θεραπεία τε και σπουδή, και προς τον ένδοθεν ημίν αντιπολεμούντα και αντιπαλαίοντα η μάχη, ος ημίν αυτοίς όπλοις καθ’ ημών χρώμενος, το δεινότατον, τω της αμαρτίας θανάτω δίδωσι».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης προσδιορίζοντας την αρετή, παρουσιάζει ως τύπο τελείου ανθρώπου τον Προφήτη Μωϋσή. Έτσι, στο έργο του «Εις βίον του Μωϋσέως» κάνει λόγο για την ησυχαστική παράδοση, η οποία είναι απαραίτητη για την θεογνωσία. Προσαρμόζει πλήρως στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου αυτό που έγινε στην Παλαιά Διαθήκη, κατά την εμφάνιση του Θεού στο όρος Σινά.
Δηλαδή, ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωϋσή να καθαρισθή ο λαός από κάθε ρύπο, να απομακρυνθούν και αυτά τα άλογα ζώα από το όρος και να ανέλθη επάνω σε αυτό μόνον εκείνος. Πρόκειται για την κάθαρση της ψυχής και του σώματος, αλλά και την απομάκρυνση ακόμη και των δερματίνων χιτώνων, που είναι η θνητότητα και φθαρτότητα.
Κάνοντας λόγο για την ανύψωση του ανθρώπου στην θεωρία [=όραση] του Θεού γράφει:
«οδός δε αυτώ προς την τοιαύτην γνώσιν η καθαρότης γίνεται, ου του σώματος μόνον περιρραντηρίοις τισίν αφαγνισθέντος, αλλά και των ενδυμάτων πάσης κηλίδος αποκλυσθέντων τω ύδατι». Η καθαρότητα αναφέρεται στην ψυχή και το σώμα.
«Τούτο σε εστι το δια πάντων καθαρεύσαι δει τον μέλλοντα προσβαίνειν τη των νοητών θεωρία, ως και ψυχή και σώματι καθαρόν είναι και ακηλίδωτον τον εν εκατέρω ρύπον καταλλήλως αποκλυσάμενον, ως αν καθαροί και τω το κρυπτόν ορώντι φανείημεν…».
Εξηγεί ότι εκείνος που θέλει να ανέλθη στην θεωρία πρέπει προηγουμένως να καθάρη τον τρόπο από κάθε αισθητική και άλογη τάση και να πλύνη από τον νου του κάθε γνώμη που του δημιουργήθηκε από κάθε προκατάληψη και να χωρισθή από την σύνοικό του αίσθηση και αφού γίνη καθαρός από αυτήν, τότε να τολμήση να ανέβη στο όρος της θεοπτίας, όπως έκανε ο Μωϋσής.
Συνεχίζοντας αυτήν την ερμηνεία λέγει ότι «ο κεκαθαρμένος νους και οξύς την ακοήν της καρδίας», αφού ακούση τον ήχο της θείας δυνάμεως από την θεωρία των όντων, εισέρχεται στην αχειροποίητη σκηνή, αποκτά την θεία γνώση, την οποία στην συνέχεια δείχνει σε εκείνους που βρίσκονται κάτω «δια της υλικής μιμήσεως», δηλαδή δια της χειροποιήτου σκηνής. Σαφέστατα εδώ γίνεται λόγος για την θεοπτία των αρρήτων ρημάτων, ύστερα από την κάθαρση και την έλλαμψη και την διατύπωση αυτών των αρρήτων ρημάτων με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ζωή της Εκκλησίας, είπε έναν σημαντικό λόγο: «δαιμόνων θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις».
Αυτό σημαίνει ότι η θεολογία είναι καρπός του φωτισμού του νου και της θεωρίας του Θεού, όταν ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό του στους θεουμένους, σε αυτούς που πέρασαν μέσα από την κάθαρση της καρδιάς. Κατά συνέπεια μια θεολογία που δεν είναι καρπός και απαύγασμα της πράξεως, της πρακτικής ζωής που είναι η κάθαρση από τα πάθη είναι θεολογία της φαντασίας, που οπωσδήποτε είναι δαιμονική.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο άγιος Μάξιμος, ερμηνεύοντας τα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, κάνει λόγο για τις τρεις διαβαθμίσεις των πιστών, ήτοι τις τρεις κατηγορίες των σωζομένων.
Πρόκειται για την ασκητική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού την οποία συναντάμε σε όλα τα κείμενά του, η οποία αναφέρεται στην προσωπική προσοικείωση της σωτηρίας και την χωρίζει σε τρία μέρη, ήτοι την «πρακτική φιλοσοφία» ή πράξη, την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλώς θεωρία, και την «μυστικήν θεολογίαν» ή απλώς θεολογία.
Η πρακτική φιλοσοφία, που έχει αρνητική και θετική πλευρά, αφού καθαρίζει τον άνθρωπο από τα πάθη και τον κοσμεί με τις αρετές, η φυσική θεωρία, που φωτίζει τον νου του ανθρώπου με την αληθινή γνώση, και η μυστική θεολογία στεφανώνει τον άνθρωπο με την ύψιστη εμπειρία, την οποία αποκαλεί έκσταση.
Έτσι, η διδασκαλία του αγίου Μαξίμου αναφέρεται στις τρεις βαθμίδες του χριστιανικού ασκητικού βίου, δηλαδή, του πρακτικού, του θεωρητικού και του μυστικού-θεολογικού. Επίσης, τους σωζομένους Χριστιανούς στις τρεις διαιρέσεις τους, άλλοτε τους αναφέρει ως πιστούς, εναρέτους και γνωστικούς, και άλλοτε ως δούλους, μισθωτούς και υιούς.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Πατέρας του ακτίστου φωτός ο οποίος φωτιζόταν από την εμπειρία της ουράνιας Βασιλείας, την θεωρία του ακτίστου Φωτός, αναφαίρεται συχνά στα έργα του για την πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση.
Μάλιστα ένα κείμενό του, στο οποίο παρουσιάζει συνοπτικά την όλη θεολογία του, το επιγράφει «κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά», αφού η πράξη είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και η θεολογία αναφέρεται στον φωτισμό του νου και την θεωρία του ακτίστου φωτός.
Σε ένα χαρακτηριστικό χωρίο του λέγει ότι η πίστη, ο φόβος του Θεού και η τήρηση των εντολών προξενεί τους μισθούς «κατά την αναλογίαν της καθάρσεως». «Καθόσον γαρ καθαιρόμεθα κατά τοσούτον εις αγάπην Θεού από του φοβείσθαι αναγόμεθα» και έτσι από τον φόβο του Θεού, «κατά προκοπήν» μεταβαίνουμε στο να αγαπάμε τον Θεό.
Τότε, ο Χριστός και ο Πατήρ μας αγαπά «προοδοποιούντος του Πνεύματος δηλαδή και την οικίαν προευτρεπίζοντος», οπότε «ως εν μια συνόδω των υποστάσεων μόνην γίνεσθαι ημάς Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος».
Σε μια άλλη ομιλία στους μοναχούς του εκφράζει την χαρά του επειδή βλέπει την προκοπή στον βίο τους «επί το κρείττον εν πίστει, εν αγνεία, εν φόβω Θεού, εν ευλαβεία, εν κατανύξει, και δάκρυσι, δι’ ων ο έσω καθαίρεται άνθρωπος και πληρούται φωτός θείου και όλος Πνεύματος Αγίου γίνεται και συντετριμμένω ψυχής και καταβεβλημένω φρονήματι, και η χαρά η εμή γίνεται εις ευλογίαν υμών και προσθήκην ανωλέθρου και μακαρίας ζωής εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το μεγάλο αυτό αστέρι της Εκκλησίας, με την θεολογία του ανέδειξε όλη την ησυχαστική παράδοση ως προϋπόθεση για την πνευματική εμπειρία του Θεού, για την θεογνωσία. Αυτό φαίνεται στο έργο του «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο συνέτριψε όλα τα επιχειρήματα του δυτικού σχολαστικισμού, τον οποίο επρέσβευε ο Βαρλαάμ, αλλά και τα επιχειρήματα όλων των δια μέσου των αιώνων βαρλααμιτών, που θέλουν να ανατρέψουν την εκκλησιολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως και την θεολογία και την εκκλησιολογία των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Το εκπληκτικό δε είναι ότι όταν έγινε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης πέρασε όλη αυτήν την ιερά ησυχαστική παράδοση στις ομιλίες του που εξεφώνησε στο ποίμνιό του.
Υπάρχει πλούσιο υλικό πάνω στο θέμα αυτό, το οποίο εξέθεσα σε άλλα κείμενά μου και παρέλκει η καταγραφή του εδώ. Και το σπουδαιότερο είναι ότι η ησυχαστική και θεοπτική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κατοχυρώθηκε από τις Συνόδους που έγιναν στην εποχή του, κυρίως την Σύνοδο του 1351, που εκλαμβάνεται και θεωρείται ως η Θ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Γίνεται φανερό ότι όλοι οι ανωτέρω μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, και πολλοί άλλοι, κάνουν λόγο για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, για την ιερά ησυχία ως απαραίτητη προϋπόθεση του ορθοδόξως θεολογείν, γι’ αυτό και υβρίζονται με τις απόψεις των στοχαζομένων και προτεσταντιζόντων θεολόγων ότι δήθεν επηρεάσθηκαν από νεοπλατωνικές θεωρίες και αλλοίωσαν την προγενέστερή τους παράδοση.
Όλοι αυτοί οι Πατέρες αισθάνονταν ότι είναι διάδοχοι των αγίων Πατέρων στο φρόνημα και την ζωή.
Βεβαίως, φαίνεται μια εξωτερική ομοιότητα στην ορολογία μεταξύ των Πατέρων και των νεοπλατωνικών, αλλά υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους. Στην διδασκαλία των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών γίνεται λόγος για τον Θεό που δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, αφού ο έρωτας είναι η επιθυμία επιστροφής της φύσει αθανάτου ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών από όπου εξέπεσε, ενώ στους Πατέρας γίνεται λόγος για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Στην θεωρία των πλατωνικών και των νεοπλατωτικών γίνεται διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος, που σημαίνει ότι η ψυχή ανήκε προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και εξέπεσε από αυτόν, οπότε περικλείσθηκε στο σώμα για να τιμωρηθή. Ευρισκομένη δε στο σώμα αναζητά να ελευθερωθή και επανέλθη στον κόσμο των ιδεών. Έτσι, κατά τους πλατωνικούς και νεοπλατωνικούς, η κάθαρση της ψυχής είναι η απαλλαγή της από το σώμα, ο φωτισμός της ψυχής είναι η γνώση των αρχετύπων των όντων, των ιδεών και η σωτηρία της ψυχής είναι η έκσταση και η απελευθέρωσή της από το σώμα.
Η νεοπλατωνική αυτή άποψη δεν έχει καμμιά σχέση με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, κατά τους οποίους η ψυχή είναι δημιούργημα του Θεού, που δημιουργήθηκε εξ ουκ όντων, αμέσως με την δημιουργία του σώματος· το σώμα δεν είναι φυλακή της ψυχής, αλλά το θετικό δημιούργημα του Θεού· ο φωτισμός είναι η νοερά καρδιακή προσευχή, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται μέσα στην καρδιά, δηλαδή στο σώμα· η έκσταση δεν είναι η έξοδος της ψυχής από το σώμα, αλλά η απελευθέρωσή της από το σαρκικό φρόνημα, και η θέωση δεν είναι η επαναφορά της ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών, αλλά η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, η θεοπτία.
Στην εμπειρία των νεοπλατωνικών δεν συμμετέχει το σώμα του ανθρώπου στην πορεία της ψυχής προς τον Θεό. Γίνεται και εκεί λόγος για εμπειρία φωτός, αλλά είναι φως παρυφιστάμενο, που είναι έξω από τον άνθρωπο, έχει χώρο και χρώμα και τελικά είναι φως διαβολικό.
Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, όμως, η έλλαμψη και η θεοπτία είναι εμπειρία του ακτίστου Φωτός, είναι μέθεξη και σύγκραση με το θείο Φως, και μεταμορφώνεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου.
Έπειτα, η εμπειρία των στωϊκών και των νεοπλατωνικών συνδέεται με την έκσταση, ως έξοδο του νου «από τον χρόνο, τα διαστήματα, την αλληλοδιαδοχική σκέψη». Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας η εμπειρία αυτή είναι δαιμονική, όπως λέγει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Δηλαδή, η προσπάθεια των νεοπλατωνικών είναι να απαλλαγούν από τα ελαττώματα της ανθρώπινης σκέψης, από τα κτιστά και από τα μεταβλητά, ενώ κατά την θεολογία των Πατέρων στην εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος.
Έτσι, όταν στον Ευάγριο τον Ποντικό γίνεται λόγος για ανίδεο και αφάνταστο νου, κατά την προσευχή, δεν εννοείται η αφαιρετική θεολογία των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών, αλλά ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό αναιρείται η θεωρία των πλατωνικών και νεοπλατωνικών για τον λεγόμενο κόσμο των ιδεών και την επάνοδο της ψυχής σε αυτόν και την γνώση των αρχετύπων των όντων.
Και όταν στον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο γίνεται λόγος για επάνοδο του νου στην καρδιά του ανθρώπου από την διάχυσή του στον κόσμο των αισθητών, πράγμα που αναπτύχθηκε θεολογικά από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έγινε για να αναιρεθούν οι θεωρίες των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών για το φύσει θνητό σώμα, ως φυλακή της φύσει αθανάτου ψυχής, και να δείξουν ότι το σώμα είναι θετικό δημιούργημα του Θεού που και αυτό θεώνεται μαζί με την ψυχή και θα αναστηθή κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Επομένως, είναι άδικο, αντιεπιστημονικό και ανορθόδοξο να ταυτίζεται η διδασκαλία περί του ανίδεου και αφάνταστου νου, και περί της επανόδου του στην καρδιά, με τις θεωρίες των πλατωνικών και νεοπλατωνικών, αφού με την διδασκαλία των Πατέρων αναιρούνται αυτές οι απόψεις. Φαίνεται καθαρά ότι οι Πατέρες και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν μια τέτοια ορολογία για να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις απόψεις των αιρετικών.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναπτύσσοντας την ησυχαστική και νηπτική παράδοση της Εκκλησίας και αντιμετωπίζοντας την σχολαστική νοοτροπία του Βαρλαάμ, λέγει ότι η ανθρώπινη σοφία-φιλοσοφία είναι αντίθετη με την πνευματική γνώση, μάλιστα δε ισχυρίζεται ότι από την ανθρώπινη σοφία και γνώση, την θύραθεν σοφία, προήλθαν όλες οι αιρέσεις.
«Καν εξετάσης, ίδοις αν πάσας η πλείστας των δεινών αιρέσεων εντεύθεν λαβούσας τας αρχάς». Οι αιρετικοί χρησιμοποιούσαν τις αρχές της φιλοσοφίας, ενώ οι άγιοι Πατέρες θεολογούσαν από την κατά Θεόν εμπειρία τους, δηλαδή ενεδυναμώθηκαν από την άκτιστη Χάρη του Θεού και έβλεπαν τον Θεό, και όχι κτίσματα και δαιμονικές φαντασίες.
Βέβαια, οι Πατέρες για να εκφράσουν την εμπειρία τους χρησιμοποίησαν την ορολογία της εποχής τους, αλλά προσέδωσαν σε αυτήν άλλη έννοια και σημασία. Γι’ αυτό γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς:
«Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ επί των ρημάτων μόνον· επί δε των νοημάτων, πολύ το μεταξύ· νουν γαρ ούτοι, κατά τον Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
Και υπενθυμίζει τον λόγο του Προφήτου Ησαΐου (Ησ. κεφ. 55, 9):
«καθόσον δε απέχει ο ουρανός από της γης, κατά τοσούτον απέχει η διάνοιά μου από των διανοιών υμών».
Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι όταν βλέπουμε ίδια ορολογία στους Πατέρες και τους φιλοσόφους, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι λένε τα ίδια πράγματα, αλλά το κοινό φαίνεται μόνον στο ρήμα, την λέξη, ενώ το νόημα είναι πολύ διαφορετικό. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί οι Πατέρες έχουν νου Χριστού, ενώ οι άλλοι ομιλούν στην καλύτερη περίπτωση από την ανθρώπινη διάνοιά τους, στην χειρότερη δε περίπτωση («ει μη τι και χείρον») ομιλούν από την σατανική-δαιμονική ενέργεια.
Ο λόγος αυτός του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι καταπέλτης εναντίον εκείνων που ισχυρίζονται ότι δήθεν οι Πατέρες αλλοίωσαν «την αρχέγονη εκκλησιολογία», και ότι δήθεν εκφράζουν την νεοπλατωνική παράδοση. Όποιος μεταδίδει τέτοιες ανόητες θεωρίες αποδεικνύεται ότι δεν γνωρίζει την διδασκαλία των Πατέρων, αλλά έχει μια εξωτερική επιφανειακή γνώση ή τους παρερμηνεύει ενσυνειδήτως και κατά τρόπο προτεσταντικό, οπότε και βλασφημεί όχι μόνο τους Πατέρας, αλλά και ολόκληρη την Εκκλησία που υιοθέτησε την διδασκαλία τους συνοδικώς και λατρευτικώς.
Εδώ πρέπει να προστεθή και ένας άλλος σημαντικός λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Αναφερόμενος ο άγιος στα τρία είδη της αθεΐας, στο ένα από αυτά συγκαταλέγει τους θεολόγους εκείνους που αρνούνται ή υποτιμούν την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, και γράφει: «τούτ’ εστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν». Υπενθυμίζει την διδασκαλία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τον οποίο αποκαλεί μέγα, και τις διδασκαλίες του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και επισημαίνει:
«και γαρ των προειρημένων αγίων αι θεολογίαι όρος εστι θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχημα της ευσεβείας, καν περιέλη τις μίαν γουν αυτόν, εκείθεν ο της κακονοίας των αιρετικών εσμός εισρυήσεται πολύς».
Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για την αληθινή ευσέβεια-θεοσέβεια, η οποία συντονίζεται απόλυτα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, των οποίων οι θεολογίες είναι όρος αληθινής θεοσέβειας και χάρακας και φραγμός. Επίσης, λέγεται ότι, όταν κάποιος αφαιρέση μία διδασκαλία των Πατέρων, τότε εισέρχεται «ο της κακονοίας των αιρετικών εσμός». Επομένως, η αμφισβήτηση της διδασκαλίας του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και των μεταγενεστέρων αγίων συνιστά ασέβεια και απόκλιση από την Ορθόδοξη Παράδοση και καταλήγει στην αθεΐα, γιατί συνιστά άρνηση του Θεού των Πατέρων ημών.
(Συνεχίζεται)
(Πηγή: http://o-nekros.blogspot.gr/2011/08/blog-post_8370.html)
Leave a Reply