Στο παρόν άρθρο παραθέτουμε και αναλύουμε, εν συντομία, αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς, τα οποία μας πληροφορούν για τον συμβολικό τρόπο γραφής του Φιλοσόφου, αλλά και για το ποια ήταν η κεντρική ιδέα της κοσμοθεωρίας του.
Από τον Διογένη Λαέρτιο μαθαίνουμε:
“πως το βιβλίο που αποδίδεται σ’ αυτόν είναι ως προς το κύριο περιεχόμενό του ‘Περί φύσεως’, αλλά διαιρείται σε τρεις πραγματείες: στη σχετική με το σύμπαν, με την πολιτική και την θεολογία.
Για τον τίτλο του έργου του ειπώθηκαν: ‘Μούσαι’, ‘Περί φύσεως’, ενώ ο Διόδοτος τον αποκαλεί ‘Ακριβή οδηγό για την καθοδήγηση του βίου’, άλλοι το λένε ‘γνώμονα συμπεριφοράς, ενιαία διάταξη των πάντων’.
Ο γραμματικός Διόδοτος λέει ότι το σύγγραμμα δεν αφορά τη φύση, αλλά την πολιτεία, και ότι τα σχετικά με την φύση χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα.
(NovoScriptorium: παρατηρούμε πως, όπως σχεδόν όλοι οι Φιλόσοφοι, ο Ηράκλειτος καταπιάστηκε τόσο με την Φυσική και τα φυσικά φαινόμενα/Κοσμολογία, όσο και με την πολιτική και την θεολογία. Επίσης, ο Διόδοτος ισχυρίζεται ότι μιλούσε με συμβολισμούς, με κάποιας μορφής ‘κώδικα‘ μέσα από τα έργα του. Τούτο το έχουμε διαπιστώσει σε όλους σχεδόν τους Φιλοσόφους. Αναμιγνύουν, δηλαδή, εντός της ίδιας διηγήσεως τα τρία αυτά διαφορετικά πράγματα, συχνά δε και την Ιστορία, χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς λέξεις, όπως πράττει ο Όμηρος. Όταν ο νους ‘αναζητήσει’ θεολογικό μήνυμα πράττει αλλιώς την ανάλυση, όταν αναζητήσει επιστημονικό μήνυμα αλλιώς και πάει λέγοντας. Επαναλαμβάνουμε πως τούτο δεν αποτελεί μια αυθαίρετη δική μας θεώρηση, αλλά παγιοποιημένη θέση ήδη από την Αρχαιότητα)
Γράφτηκε για το σύγγραμμά του: «μη διαβάζεις γρήγορα το βιβλίο του Ηρακλείτου του Εφέσιου – είναι πολύ δύσκολο μονοπάτι. Είναι σαν νύχτα κι άφωτο σκοτάδι. Αν όμως κάποιος μύστης σε οδηγήσει, είναι πιο λαμπερό κι από τον φωτεινό ήλιο»”
(NovoScriptorium: και αυτή η δήλωση ξεκάθαρα καταδεικνύει πως και ο Ηράκλειτος έγραφε με ‘κώδικα’ τα έργα του. Απαιτείται δε κάποιος ‘ειδικός’ σε αυτό τον τρόπο ανάγνωσης για να καθοδηγήσει στην αποκωδικοποίηση των νοημάτων. Αυτό σημαίνει, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως υπήρχαν τέτοιοι ‘μύστες‘, όπως τους αναφέρει)
Ο Πλούταρχος στο ‘Περί αδολεσχίας’ παραδίδει: «δεν θαυμάζονται και δεν επαινούνται εξαιρετικά όσοι εκφράζονται συμβολικά χωρίς λόγια; Έτσι ο Ηράκλειτος, όταν οι συμπολίτες του του ζήτησαν να εκφέρει γνώμη για την ομόνοια, ανέβηκε στο βήμα, πήρε ένα κύπελλο με κρύο νερό, πασπάλισε μέσα κρίθινο αλεύρι, το ανακάτεψε με φλισκούνι, το ήπιε και έφυγε, δείχνοντάς τους έτσι πως το να μη χρειάζονται πολυτέλειες διατηρεί τις πόλεις σε ειρήνη και ομόνοια»
(NovoScriptorium: εδώ ο Πλούταρχος παρουσιάζει ένα πρακτικό παράδειγμα συμβολισμού που χρησιμοποιούσε ο Φιλόσοφος, ο οποίος υπονοείται ξεκάθαρα ότι αρεσκόταν γενικώς στο να εκφράζεται με αυτό τον τρόπο. Η παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε είναι ότι σε αυτό τον τρόπο αρέσκονταν πολύ και οι Πυθαγόρειοι. Ίσως έχει λοιπόν κάποια βάση η εκδοχή ότι ο Ηράκλειτος υπήρξε μαθητής του Ιππάσου του Πυθαγόρειου, όπως παραδίδει το λεξικόν Σούδα)
Ο Σέξτος, ‘Προς Μαθηματικούς’, παραδίδει: «Ο Ηράκλειτος, καθώς πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι οπλισμένος για τη γνώση της αλήθειας με δύο τρόπους, με την αίσθηση και τον λόγο, από τα δύο αυτά θεωρεί – παρόμοια με τους φυσικούς φιλοσόφους που προαναφέραμε- την αίσθηση αναξιόπιστη και θέτει ως κριτήριο τον λόγο (‘βαρβάρων εστί ψυχών ταίς αλόγοις αισθήσεσι πιστεύειν’ = είναι γνώρισμα των βαρβάρων ψυχών να πιστεύουν στις άλογες αισθήσεις). Αναγορεύει τον λόγο κριτή της αλήθειας, όχι όμως τον οποιονδήποτε, αλλά τον καθολικό και θεϊκό. Ας δείξουμε σύντομα ποιος είναι αυτός. Εννοεί ο φυσικός φιλόσοφος αυτό που μας περιέχει, και που έχει λογική και φρόνηση. Κάτι τέτοιο επισημαίνει πολύ πιο νωρίς ο Όμηρος λέγοντας: ‘τοίος γάρ νόος εστίν επιχθονίων ανθρώπων, οίον επ’ ήμαρ άγησι πατήρ ανδρών τε θεών τε’ ( =τέτοιος είναι ο νους των επιχθονίων ανθρώπων, όπως τις φέρνει καθημερινά ο πατέρας ανθρώπων και θεών). Ο Αρχίλοχος επίσης λέει ότι τέτοια σκέφτονται οι άνθρωποι, ‘οποίην Ζεύς εφ’ ημέρην άγει’ ( =όποια τους φέρνει κάθε μέρα ο Ζεύς). Το ίδιο είπε και ο Ευριπίδης: ‘όστις ποτ’ εί σύ δυστόπαστος εισιδείν Ζεύς, είτ’ ανα΄γκη φύσεος είτε νούς βροτών, επευξάμην σε’ ( =όποιος κι αν είσαι, εσύ ο δύσκολος να σε γνωρίσουμε Ζεύς ή αναγκαιότητα της φύσης ή νους των θνητών, προσεύχομαι σε σένα). Κατά τον Ηράκλειτο λοιπόν εισπνέοντας με την αναπνοή αυτόν τον θεϊκό λόγο, αποκτούμε νόηση. Και κατά τον ύπνο παραδινόμαστε στη λήθη, ενώ με το ξύπνημα αποκτάμε πάλι νόηση. Γιατί στον ύπνο κλείνουν οι πόροι των αισθήσεων, και ο νους που είναι μέσα μας αποχωρίζεται από τη σύμφυσή του με αυτό που τον περιέχει. Διατηρείται μόνο η πρόσφυση που εξαρτάται από την αναπνοή, σαν είδος ρίζας. Αφού λοιπόν ο νους του ανθρώπου αποχωρίζεται, αποβάλλει την μνημονική δύναμη που διέθετε προηγουμένως. Κατά την εγρήγορση προβάλλει ξανά μέσα από τους πόρους των αισθήσεων, σαν μέσα από θυρίδες, συνδέεται με αυτό που μας περιέχει και αποκτά λογική δύναμη. Κατά τον τρόπο λοιπόν που τα κάρβουνα όταν πλησιάσουν τη φωτιά, αλλοιώνονται και γίνονται διάπυρα, και όταν απομακρύνονται σβήνουν, έτσι και το τμήμα του σώματός μας που αποξενώθηκε από αυτό που το περιέχει, κατά τον αποχωρισμό απομένει σχεδόν χωρίς νου, ενώ με τη σύμφυση δια μέσου των πολυάριθμων πόρων γίνεται ομοειδής με το όλο. Αυτόν λοιπόν τον καθολικό και θεϊκό λόγο, με τη μετοχή στον οποίο αποκτούμε νόηση, ο Ηράκλειτος τον ονομάζει κριτήριο της αλήθειας. Έτσι αυτό που όλοι το βλέπουν με τον ίδιο τρόπο είναι αξιόπιστο (γιατί προέρχεται από τον καθολικό και θεϊκό λόγο), ενώ αυτό που σκέφτεται ένας και μόνος είναι αναξιόπιστο για την αντίθετη αιτία. Αρχίζοντας λοιπόν ο φιλόσοφος που ανέφερα τα σχετικά με τη φύση και δείχνοντας κατά κάποιο τρόπο αυτό που μας περιέχει λέει: ‘λόγου τούδ’ εόντος αεί αξύνετοι γίνονται άνθρωποι και πρόσθεν ή ακούσαι και ακούσαντες το πρώτον. Γινομένων γαρ πάντων κατά τον λόγον τόνδε απείρισοιν εοίκασι, πειρώμενοι και επέων και έργων τοιούτων, οκοίων εγώ διηγεύμαι, κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει. Τους δε άλλους ανθρώπους λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν, όκωσπερ οκόσα εύδοντες επιλανθάνονται’ ( =Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον πρωτακούσουν. Ενώ δηλαδή τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη νομοτέλεια αυτή, οι άνθρωποι μοιάζουν με άπειρους, όταν καταπιάνονται με λόγια και έργα, σαν κι αυτά που διηγούμαι, διαιρώντας κάθε πράγμα σύμφωνα με τη φύση του και εξηγώντας το πώς έχει. Οι κοινοί όμως άνθρωποι δεν έχουν συνείδηση του τι κάνουν στον ξύπνιο τους, όπως λησμονούν όσα είδαν στον ύπνο τους). Αφού με τα λόγια αυτά παρουσιάζει ρητά ότι πράττουμε και εννοούμε τα πάντα με τη μετοχή μας στον θεϊκό λόγο, και αφού διαπραγματευτεί ακόμα λίγα, προσθέτει: ‘διο δεί έπεσθαι τω ξυνώ, τουτέστι τω κοινώ’. του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζωούσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν’ ( =γι’αυτό πρέπει να ακολουθούμε τον καθολικό λόγο, δηλαδή τον κοινό. Κι ενώ ο λόγος είναι καθολικός οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σαν να έχουν ιδιωτική σκέψη). Αυτή δεν είναι άλλο παρά ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο διοικείται το σύμπαν. Γι’ αυτό ως προς ό, τι μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε με τον θεϊκό λόγο με τη βοήθεια της μνήμης, σχηματίζουμε αληθινές κρίσεις. Ως προς όσα όμως μένουμε απομονωμένοι από αυτόν, σχηματίζουμε ψευδείς κρίσεις. Διακηρύσσει λοιπόν και στα παραπάνω ρητότατα ότι ο καθολικός λόγος είναι το κριτήριο, και λέει ότι αυτά που όλοι τα βλέπουν με ίδιο τρόπο είναι αξιόπιστα, διότι κρίνονται με βάση τον καθολικό λόγο, ενώ αυτά που κρίνει ο καθένας κατ’ ιδίαν είναι ψευδή»
(NovoScriptorium: πιστεύουμε ότι είναι φανερό, πέραν πάσης αμφιβολίας, στον αναγνώστη πως ο Ηράκλειτος ανήκε -και αυτός- στους Μονοθεϊστές Φιλοσόφους. Με χαρά διαβάζουμε το Ομηρικό απόσπασμα που παραθέτει ο Σέξτος, το οποίο επιβεβαιώνει ‘και με τη βούλα’, με τα λόγια του, ήδη από την Αρχαιότητα, αυτό που έχουμε αναδείξει σε άλλα άρθρα μας, ότι δηλαδή ο Όμηρος ανήκε και αυτός στους Μονοθεϊστές Φιλοσόφους -ασχέτως που αποκαλείται μόνον ‘ποιητής’- ενώ το έργο του είναι γραμμένο με πανομοιότυπο τρόπο, με συμβολισμούς, και αντίστοιχα νοήματα περί θεολογίας, επιστήμης, πολιτικής και ιστορίας. Το Όντως Όν είναι ο ίδιος ο Λόγος, η ίδια η Φρόνηση, για τον Ηράκλειτο, όπως άλλωστε και για τους υπολοίπους Φιλοσόφους. Μόνο με τη μετοχή μας σε Αυτόν τον Λόγο, δηλαδή στον Θεό, αποκτούμε νόηση οι άνθρωποι, λέει ο Ηράκλειτος, κάτι στο οποίο σαφώς συναινούν άπαντες οι Φιλόσοφοι. Και βεβαίως δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί Αυτός το κριτήριον της Αληθείας, καθότι ο Ίδιος είναι η Αλήθεια και το Παν! Μας λέει επίσης ξεκάθαρα, ότι ο Θείος Λόγος προσεγγίζεται με συστηματικό και επίμονο τρόπο, ενώ στην αρχή είναι ως να μην υπάρχει καμμία σύνδεση και κατανόηση από πλευράς των ανθρώπων. Βεβαίως και τούτο είναι αληθές, καθώς η άσκηση των Αρετών είναι που οδηγεί σταθερά τον άνθρωπο εγγύτερον του Θεού. Πρέπει να πράττουμε και να νοούμε τα πάντα με τη μετοχή μας στον Θείο Λόγο, λέει. Σε διαφορετική περίπτωση, είμαστε ως οι ‘κοιμισμένοι’ και ζούμε μέσα στο ψεύδος. Τέλος, παρατηρούμε πως γίνεται αναφορά στην ‘βιωματική εμπειρία‘ του καθενός με τον Λόγο, η οποία όμως παράγει ομοειδή βιώματα στους εν κοινωνία με Αυτόν, τα οποία καθίστανται αξιωματικές αλήθειες)
Ισίδωρος Άγγελος
Leave a Reply