Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε ένα απόσπασμα, περί του θέματος του τίτλου μας, από το βιβλίο ‘Η Ελληνική επιστήμη μετά τον Αριστοτέλη’, του G.E.R. Lloyd (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Από το κεφάλαιο ‘Ελληνιστική επιστήμη: το κοινωνικό πλαίσιο’, Σελ. 17-22
Χάρις, κυρίως, στους Πτολεμαίους, η Αλεξάνδρεια, που ιδρύθηκε το 331 π.Χ., αναδείχθηκε γρήγορα στο σημαντικότερο κέντρο επιστημονικής έρευνας κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Δύο ιδρύματα, η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο, έδωσαν ώθηση στην εξέλιξη αυτή (…) Στα χνάρια της Ακαδημίας του Πλάτωνος και του Λυκείου του Αριστοτέλη, το Μουσείο ήταν μια κοινότητα λογίων που εργάζονταν, και ως ένα βαθμό ζούσαν, μαζί: τα μέλη του Μουσείου συνέτρωγαν, όπως και τα μέλη της Ακαδημίας και του Λυκείου. Η διαφορά του Μουσείου ήταν, πρώτον, ότι δεν αποτελούσε – τουλάχιστον όχι πρωτίστως- εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά είχε κατά βάση ερευνητικό προσανατολισμό και, δεύτερον, ότι ενώ η Ακαδημία και το Λύκειο ήταν αυτοσυντηρούμενα, το Μουσείο –όπως και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας- συντηρούνταν εξ ολοκλήρου από τους Πτολεμαίους. Οι τελευταίοι όχι μόνον επωμίστηκαν τη δαπάνη για την ανέγερση της Βιβλιοθήκης, του Μουσείου και του συμπλέγματος συνοδευτικών κτιρίων τους που αποτελούσαν τμήμα των ανακτόρων της Αλεξάνδρειας, αλλά κατέβαλλαν παγίως μισθούς υπαλλήλων, μεταξύ άλλων και του ίδιου του Βιβλιοθηκάριου, και επιχορηγήσεις σε άλλους λόγιους.
Ο τομέας που επωφελήθηκε πρωτίστως από την πολιτιστική πολιτική των Πτολεμαίων δεν ήταν οι επιστήμες αλλά η λογοτεχνία, τόσο στο επίπεδο της συγγραφής πρωτότυπων έργων όσο και, ακόμη περισσότερο, της εμβριθούς μελέτης της λογοτεχνίας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η φιλολογία, αν όχι η καθαυτό λογοτεχνική κριτική, έχει τις απαρχές της στην Αλεξάνδρεια. Αλλά και οι φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά αποκόμισαν κέρδος. Σε ορισμένες περιπτώσεις διακεκριμένοι επιστήμονες κατείχαν επίσημα αξιώματα. Έτσι, ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, στις ενασχολήσεις του οποίου συγκαταλέγονταν η γεωγραφία, τα μαθηματικά και η αστρονομία, καθώς και η ιστορία και η λογοτεχνική κριτική, χρημάτισε Βιβλιοθηκάριος στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Σε άλλες περιπτώσεις η υποστήριξη των Πτολεμαίων δεν ήταν μόνον οικονομική (…) Από όλο τον αρχαίο κόσμο μόνο στην Αλεξάνδρεια επιχειρήθηκε με συστηματικό τρόπο η νεκροτομή ανθρώπων, και οι ανατόμοι που επιδόθηκαν σε αυτή, συγκεκριμένα ο Ηρόφιλος ο Χαλκηδών και ο Ερασίστρατος ο Κείος, είχαν σίγουρα τη στήριξη των Πτολεμαίων (…)
Αλλά, αν η υποστήριξη των Πτολεμαίων σε ορισμένα είδη επιστημονικής έρευνας αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, τα κίνητρά τους παραμένουν ανεξακρίβωτα. Μια περικοπή του Φίλωνος του Βυζαντίου είναι ως ένα βαθμό διαφωτιστική για το φάσμα ερευνητικής εργασίας που υποστήριζαν και για τους λόγους που τους ωθούσαν σε αυτό. Στο έργο του Πολιορκητικά, το οποίο συνέγραψε στο 200 π.Χ., ο Φίλων αναφέρεται στην έρευνα γύρω από τα μηχανικά προβλήματα που συνδέονταν με την κατασκευή πολεμικών μηχανών. Αντιδιαστέλλει τις πρωτόγονες μεθόδους των προγενέστερων ερευνητών που βασίζονταν στη δοκιμή και στο λάθος με τις συστηματικές πειραματικές έρευνες των Αλεξανδρινών μηχανικών και, σχολιάζοντας τις επιτυχίες τους στον τομέα αυτό, παρατηρεί ότι «ελάμβαναν σημαντική ενίσχυση» από «βασιλείς που διψούσαν για δόξα και αγαπούσαν τις τέχνες».
Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει σαφώς από την παραπάνω περιγραφή είναι ότι οι Πτολεμαίοι υποστήριζαν περιστασιακά αυτό που σήμερα ονομάζουμε εφαρμοσμένη, αλλά και καθαρή, επιστήμη. Στον συγκεκριμένο τομέα, στον οποίο η θεωρητική γνώση μπορούσε να αξιοποιηθεί για την τελειοποίηση πολεμικών όπλων, η προώθηση της επιστημονικής έρευνας είχε ισχυρό πρακτικό αντίκρισμα. Εντούτοις, η έρευνα με τόσο άμεσες πρακτικές εφαρμογές αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα και η αναφορά του Φίλωνος στη δόξα υπονοεί ότι οι πρακτικές παράμετροι δεν ήταν το μοναδικό κίνητρο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση.
Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που κυρίως ωθούσε τους επιστήμονες να εγκατασταθούν και να εργαστούν στην Αλεξάνδρεια ήταν απλώς το κύρος που αποδιδόταν στην έρευνά τους. Πολλοί μορφωμένοι Έλληνες είχαν έστω μιαν ιδέα για τη διανοητική ικανότητα που απαιτεί η λύση ενός πολύπλοκου προβλήματος των μαθηματικών ή της φυσικής. Παρ’ όλο που μαθηματικοί όπως ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος και ο Απολλώνιος ο Περγαίος έγραφαν απευθυνόμενοι κυρίως στους άλλους μαθηματικούς, μερικές φορές αφιέρωναν τις πραγματείες τους σε σημαίνοντες αρχηγούς κρατών, σε κάποιες περιπτώσεις όχι μόνο για λόγους αβροφροσύνης, αλλά με τρόπο που δείχνει ότι προσδοκούσαν πως το έργο τους θα γινόταν κατανοητό. Οι Πτολεμαίοι προσπάθησαν να προσελκύσουν διακεκριμένους επιστήμονες στην Αλεξάνδρεια για τους ίδιους, λίγο-πολύ, λόγους που συνέλεγαν τα κείμενα των αριστουργημάτων της κλασσικής λογοτεχνίας, δηλαδή για να προσδώσουν αίγλη στο όνομά τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, και άλλοι ηγεμόνες της ελληνιστικής εποχής ακολούθησαν παρεμφερείς πολιτικές με παρεμφερή κίνητρα –οι Ατταλίδες ήταν επίσης μανιώδεις συλλέκτες χειρογράφων για τη βιβλιοθήκη τους στην Πέργαμο, ενώ ίδρυσαν μουσεία σε πολλές πόλεις- αν και οι Πτολεμαίοι μπορούσαν γενικά να υπερισχύσουν ή να πλειοδοτήσουν έναντι των ανταγωνιστών τους (…)
Ιδρύματα όπως το Μουσείο της Αλεξάνδρειας βοήθησαν την επιστήμη, αφ’ ενός άμεσα, μέσω της οικονομικής ενίσχυσης που μπορούσαν να λαμβάνουν οι επιστήμονες, και, αφ’ ετέρου, έμμεσα, λειτουργώντας ως πόλοι έλξης για ομάδες επιστημόνων. Αλλά τα οικονομικά της επιστημονικής έρευνας ήταν σχεδόν εξίσου επισφαλή στην ελληνιστική όσο και στην κλασική περίοδο. Ακόμη και στην Αλεξάνδρεια του 3ου αιώνα π.Χ. –εποχή μέγιστης ακμής του θεσμού της προστασίας της επιστήμης στον αρχαίο κόσμο- η χορηγούμενη υποστήριξη ήταν περιορισμένης κλίμακας και αβέβαιου χαρακτήρα, όπως όφειλε να είναι κάθε ενίσχυση που εν τέλει εξαρτιόταν από τη γενναιοδωρία ενός ανθρώπου – του ίδιου του βασιλιά. Πολλοί επιστήμονες δεν λάμβαναν καμία βοήθεια από πλούσιους προστάτες. Πολλοί από εκείνους που επιδίδονταν στην επιστημονική εργασία ήταν σίγουρα εύποροι (…) Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, από τους επιστήμονες βιοπορίζονταν, ή τουλάχιστον συμπλήρωναν το εισόδημά τους, είτε με τη διδασκαλία είτε ασκώντας άλλα επαγγέλματα όπως η ιατρική και η αρχιτεκτονική. Οι περισσότεροι διάσημοι ανατόμοι και φυσιολόγοι του αρχαίου κόσμου ήταν επίσης, και πολλές φορές κυρίως, γιατροί και, παρ’ όλο που το ιατρικό επάγγελμα ήταν άκρως ανταγωνιστικό, οι φημισμένοι γιατροί κέρδιζαν μεγάλα ποσά τόσο στην Αλεξάνδρεια όσο και αργότερα στην Ρώμη (…) Ποτέ στον αρχαίο κόσμο δεν αποτέλεσε η επιστήμη μέσο βιοπορισμού με την έννοια ότι κάποιος επιθυμούσε να επιδοθεί στην επιστημονική έρευνα μπορούσε εύλογα να προσδοκά ότι αυτή θα του εξασφάλιζε τα προς το ζην.
(…) Η διαιώνιση των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιούνταν η επιστημονική έρευνα πριν και μετά τον Αριστοτέλη είναι εντυπωσιακή, και το ίδιο ισχύει και για όσα αναφέρουν οι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς σχετικά με τους σκοπούς και τα κίνητρά τους. Η εικόνα που αναδύεται εδώ είναι, αναμφίβολα, σύνθετη. Πολλοί συγγραφείς αναφέρονται στο ιδεώδες του φιλοσοφικού ή θεωρητικού βίου, ένα μοτίβο με πολλές παραλλαγές: για κάποιους η αξία του έγκειται στο ότι προσφέρει καλύτερη αντίληψη της ομορφιάς του σύμπαντος ή του σκοπού του δημιουργού του, ενώ για άλλους στην πεποίθηση ότι βελτιώνει τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Άλλες περικοπές δείχνουν ότι σε ορισμένα πλαίσια η επιστημονική γνώση είχε αξία όχι μόνον ως αυτοσκοπός, αλλά και για τις πιθανές πρακτικές εφαρμογές της σε ανάγκες του ανθρωπίνου γένους. Πάντως, οι κυριότερες αντιλήψεις που εκφράζονται επί του θέματος αυτού από επιστήμονες μετά τον Αριστοτέλη μπορούν να παραλληλιστούν με εκείνες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Με άλλα λόγια, μετά τον Αριστοτέλη δεν αναπτύχθηκε κάποιο νέο σκεπτικό ή αιτιολόγηση για την ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα. Παρ’ όλο που οι επιστήμονες βοηθήθηκαν από ιδρύματα όπως το Μουσείο της Αλεξάνδρειας ή από φωτισμένους –ή απλώς φιλόδοξους- ανθρώπους του πλούτου, δεν υπήρχε ουσιαστική και συνεχής υποστήριξη της επιστήμης από το κράτος. Ειδικότερα, η αντίληψη ότι η επιστήμη αποτελεί το κλειδί της υλικής προόδου, αλλά και το ίδιο το ιδεώδες της υλικής προόδου, απλώς δεν υφίσταντο.
Leave a Reply