5+1 μύθοι για τη Θρησκεία και την Εκκλησία (μέρος τρίτο)

Αν και οι περισσότεροι είμαστε βαφτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, κυριαρχούν πολλοί μύθοι σ’ αυτά που νομίζουμε για τη θρησκεία και την Εκκλησία. Οι μύθοι αυτοί είναι τόσο πολλοί, που θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτούς ολόκληρο βιβλίο. Διαλέξαμε πέντε, για λόγους χώρου, και θα τους σχολιάσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία… (Οι Μύθοι 2 και 3 προέρχονται από επιρροές ιδεών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πέρασαν σιγά σιγά στη νοοτροπία των Ελλήνων ως δήθεν ιδέες της Ορθοδοξίας).

366948411_eb5003875b

Μύθος 5) Ότι «οι ιερείς πληρώνονται από το Ελληνικό Δημόσιο ως υπάλληλοι του κράτους».

Η πραγματικότητα είναι ότι το Ελληνικό Κράτος δεσμεύτηκε το 1952 να μισθοδοτεί τους ιερείς επ’ άπειρον, ως ανταπόδοση για την περιουσία που είχε πάρει από την Εκκλησία της Ελλάδος τη δεκαετία 1922-1932, η οποία άξιζε περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο δραχμές (αστρονομικό ποσό για την εποχή)! Η ανταπόδοση αυτή ορίστηκε το 1952, επειδή τότε το Κράτος ξαναπήρε το 80% της περιουσίας που είχε απομείνει στην Εκκλησία, η οποία έμενε πια χωρίς την οικονομική δυνατότητα να φροντίζει για την επιβίωση των ιερέων και των οικογενειών τους.

Για το θέμα, διαβάζουμε στο άρθρο «Η Εκκλησιαστική περιουσία και οι υποχρεώσεις του Κράτους» (επιμ. Α. Σταλίδης):

«Με την από 18/9/1952 “Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων”, η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως [σ.σ: μικρό ποσόν, αν σκεφτούμε την αξία 1 δις της παραχώρησης της δεκαετίας 1922-32]. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της.

Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο – όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 – συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ’ άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ’ αυτού. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε “δημόσιους υπαλλήλους”. …

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο “ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα” (περιοδικό “Εκκλησία” 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επισήμως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν: στο Δημόσιο 43.598.000 στρέμματα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση: 15.555.200 στρ., στην Εκκλησία 1.282.300 στρ., στους Συνεταιρισμούς 1.098.400 στρ.

Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργήσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0,48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας!

Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 “εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα”. Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3,5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην Εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).

Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα), το καθένα από τα οποία αγωνίζεται – μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμεύσεων – να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος [ = του λαού] και της Εκκλησίας.

Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθως μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα. Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα). Έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία, που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί: η Ριζάρειος Σχολή, η Ακαδημία Αθνών, το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Σκοπευτήριο, το Πτωχοκομείο, η Μαράσλειος Ακαδημία, το Θεραπευτήριο “Ευαγγελισμός”, το Αρεταίειο νοσοκομείο, η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων, το Νοσοκομείο Παίδων, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Λαικό Νοσοκομείο “Σωτηρία”, το Ασκληπείο Βούλας, η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, το ΠΙΠΚΑ Βούλας, το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, το Γηροκομείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, 142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής και πολλά άλλα…

Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτιρίων.

Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια …».

Μύθος 5+1) Ότι «όλες οι θρησκείες έχουν τον ίδιο Θεό».

Καμιά θρησκεία, εκτός από την Ορθοδοξία, δεν διδάσκει τον Τριαδικό Θεό, που από καθαρή αγάπη γίνεται άνθρωπος (η Μία από τις Τρεις Υποστάσεις Του) και ενώνεται με τους ανθρώπους (και μάλιστα υποφέρει και πεθαίνει από τα χέρια τους) για να δώσει τη δυνατότητα σε όλους – ακόμη και στους πιο αμαρτωλούς – να ενωθούν με το Θεό.

Οι μονοθεϊστικές θρησκείες, όπως το Ισλάμ, διδάσκουν ένα θεό ηγέτη, που αγαπά τους ανθρώπους όσο τον υπακούνε και τον λατρεύουν, αλλά, αν δεν το κάνουν, τους εξολοθρεύει από τη Γη και τους τιμωρεί αιώνια στην κόλασή του. Και ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός ένα τέτοιο θεό διδάσκουν, παρόλο που δέχονται την τριαδικότητά του (κατά την Ορθοδοξία, είπαμε τι είναι η κόλαση). Και ο Ιουδαϊσμός, η εβραϊκή θρησκεία, ένα τέτοιο θεό δέχεται, βασισμένος στην ιουδαϊκή κατανόηση της Παλαιάς Διαθήκης – η χριστιανική ερμηνεία της Παλ. Διαθήκης από τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας (π.χ. τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο) είναι εντελώς διαφορετική.

Οι πολυθεϊστικές θρησκείες, όπως ο Ινδουισμός, η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων και οι προχριστιανικές θρησκείες των περισσότερων λαών της Γης, πιστεύουν ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, συνήθως ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, που συγκρούονται μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι σκοτεινοί και μοχθηροί, αλλά κι αυτοί «πρέπει να λατρεύονται», αφού «είναι θεοί», γι’ αυτό στις θρησκείες αυτές γίνονται δεκτές και πνευματικές οντότητες που λατρεύονται με ανθρωποθυσίες ή που καταλαμβάνουν τους ανθρώπους κ.τ.λ., πράγματα απαράδεκτα κατά το χριστιανισμό.

Τέλος, υπάρχουν θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, που διδάσκουν ότι δεν υπάρχουν καν θεοί, ούτε άνθρωποι, αλλά μόνο ψευδαισθήσεις, και ότι ο άνθρωπος λυτρώνεται από «την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει», μόνο όταν πάψει να υπάρχει. Οι θρησκείες αυτές πιστεύουν στη μετενσάρκωση – ότι γεννιόμαστε ξανά και ξανά ως άλλα πρόσωπα ή άλλα είδη ζωής – και προσπαθούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο, με μεθόδους όπως ο διαλογισμός (και εδώ), σε συναισθηματική αταραξία, ώστε να αποκοπεί από την πραγματικότητα (που τη θεωρούν ψευδαίσθηση) και «να μην ξαναγεννηθεί».

Συνεπώς, όχι, οι θρησκείες δεν πιστεύουν και δε διδάσκουν τον ίδιο Θεό. Με χριστιανικά κριτήρια, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν κάποιες αλήθειες, αλλά ανακατεμένες με πλάνες. Σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν καλοί και ενάρετοι άνθρωποι, αλλά οι θεοί που λατρεύονται σ’ αυτές και οι υπερφυσικές εμπειρίες των πιστών τους συχνά είναι σκοτεινές και ύποπτες κι αυτό προκαλεί σοβαρές πνευματικές και κοινωνικές συνέπειες στους ανθρώπους, αλλά και στην ανθρώπινη ιστορία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός [εικ.], PG 94, 1573C. «Πυρ, σκότος, σκώληξ και τάρταρος», γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (οι όροι που χρησιμοποιεί ο Χριστός μιλώντας για την κόλαση) είναι η γενική ηδυπάθεια, ο γαργαλισμός της επιθυμίας και η δυσωδία της αμαρτίας, ενώ «λίμνες του πυρός» οι πωρωμένες ψυχές, «στις οποίες βρωμάει ο βόρβορος των παθών, που τρέφουν τον ακοίμητο σκώληκα της ακολασίας και την ακράτητη επιθυμία της σάρκας».

«Σάρκα» στη γλώσσα της ορθοδοξίας δε σημαίνει το σώμα (που το σεβόμαστε ως δημιούργημα του Θεού και, με τη βάφτιση, κατοικητήριο του Αγ. Πνεύματος, γι’ αυτό και δεν το αποτεφρώνουμε μετά θάνατον), αλλά το «της σαρκός φρόνημα», δηλαδή την υποδούλωση στα πάθη και την εκδίωξη της θείας χάρης (Φιλοκαλία, Δ΄, Αστήρ, σελ. 36, λζ΄). Αναλυτική παρουσίαση του θέματος, με πλήθος βιβλικών και πατερικών παραπομπών, βλ. στον τόμο Θάνατος, Ανάσταση και Αιώνια ζωή, εκδ. Ετοιμασία, ιερά μονή Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2005.

Βλ. ακόμη π. Γ. Δ. Μεταλληνού, τ. κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, «Παράδεισος και Κόλαση στην ορθόδοξη παράδοση» , Ν. Μ., «Ο Θεός ως πυρ και φως», Αλέξανδρου Καλόμοιρου (1931-1990) Ο Πύρινος Ποταμός, μτφρ. Π. Μπότση, Ζέφυρος, Θεσσαλονίκη 1995.

[2]. Αναφέρω πρόχειρα δέκα: τους π. Ευμένιο Σαριδάκη († 1999), π. Νικόλαο Πέττα († 2000), π. Ευμένιο Λαμπάκη των Ρουστίκων Ρεθύμνου († 25.12.2005), π. Νικόλαο Κογιώνη († 2006), π. Γεώργιο Καλτσίου († 2006), π. Μάρκο Μανώλη († 2010), π. Δανιήλ Συσόεφ (δολοφονήθηκε το 2010) , π. Ιουστίνο Πίρβου († 2013), το μητροπολίτη Σιατίστης Αντώνιο († 2005), τον πατριάρχη Σερβίας Παύλο († 2009), ενώ υπάρχουν και πολλοί άλλοι (και εν ζωή).

(Τέλος)

(Πηγή: http://o-nekros.blogspot.com/2013/10/51.html)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: