5+1 μύθοι για τη Θρησκεία και την Εκκλησία (μέρος πρώτο)

Αν και οι περισσότεροι είμαστε βαφτισμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, κυριαρχούν πολλοί μύθοι σ’ αυτά που νομίζουμε για τη θρησκεία και την Εκκλησία. Οι μύθοι αυτοί είναι τόσο πολλοί, που θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτούς ολόκληρο βιβλίο. Διαλέξαμε πέντε, για λόγους χώρου, και θα τους σχολιάσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία… (Οι Μύθοι 2 και 3 προέρχονται από επιρροές ιδεών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πέρασαν σιγά σιγά στη νοοτροπία των Ελλήνων ως δήθεν ιδέες της Ορθοδοξίας).

366948411_eb5003875b

Μύθος 1) Ότι «η ύπαρξη του Θεού δεν αποδεικνύεται».

Ο Ιησούς Χριστός και οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού (που κάποιοι απ’ αυτούς υπάρχουν και σήμερα) δε μας άφησαν δόγματα ή θεωρίες, αλλά ένα δρόμο, που, όποιος τον ακολουθήσει, θεραπεύει την ψυχή του από τα πάθη και φέρνει μέσα του την ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη για όλους τους ανθρώπους και για όλα τα όντα.

Οι περισσότεροι από μας ακολουθούμε αυτό το δρόμο χλιαρά και μέτρια. Όχι μόνο γιατί δεν αγαπάμε τους εχθρούς μας, δεν αγαπάμε κάθε άνθρωπο όσο την οικογένειά μας, δεν αγαπάμε εκείνους που θεωρούμε ότι δεν αξίζουν αγάπη, δεν προτιμάμε να ωφεληθεί ο άλλος αντί για μας, δεν αγαπάμε το Θεό (μόνο απαιτούμε απ’ Αυτόν) κ.τ.λ., αλλά και δε θέλουμε ούτε να προσπαθήσουμε ν’ αγαπήσουμε τόσο πολύ. Προτιμάμε να πούμε πως ο Χριστός έκανε λάθος, όταν τα δίδαξε αυτά, παρά να παραδεχτούμε πως από δική μας προσωπική δειλία, αδυναμία, εγωισμό ή κακία δε μπορούμε να τα εφαρμόσουμε.

Όμως υπάρχουν άνθρωποι (ακόμη και γύρω μας) που προοδεύουν πνευματικά σ’ αυτό το δρόμο της ταπεινής αγάπης. Όποιος λοιπόν προοδεύει πάρα πολύ, ενώνεται με την αγαθή ενέργεια του Θεού (τη «θεία χάρη») και φτάνει στο σημείο να έχει προσωπική και άμεση γνώση της ύπαρξης του Θεού, καθώς και της ταυτότητάς Του – δηλ. «βλέπει» πια ότι ο Θεός είναι η Αγία Τριάδα και όχι αυτά που νομίζουν ως θεούς οι διάφορες θρησκείες.

Στα τελικά στάδια αυτού του δρόμου, ο άνθρωπος είναι άγιος, θαυματουργός ενώ ακόμα ζει σ’ αυτή τη ζωή. Αλλά και στα πρώτα στάδια, έχει μια αγιότητα, έστω και μικρή. Θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι στο πρώτο πραγματικό στάδιο βρίσκεται εκείνος, που αγαπά και συγχωρεί μέσα του κάθε άνθρωπο, όσο κακός κι αν είναι. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ξέρετε τέτοιους ανθρώπους.

Όλα όσα διδάσκει η Ορθοδοξία προέρχονται από την άμεση εμπειρία και γνώση των αγίων, που βρίσκονται στα τελικά στάδια του ορθόδοξου δρόμου και είναι πλέον τόσο ενωμένοι με το Θεό, ώστε γίνονται θεϊκά πλάσματα, γεμάτα ειρήνη και φως και με γνώση όλων των πνευματικών καταστάσεων. Η εμπειρία αυτή ελέγχεται πολύ προσεχτικά και ξεχωρίζεται από ψεύτικες εμπειρίες και δήθεν «υπερφυσικά» χαρίσματα ή βιώματα, που εντοπίζονται και απορρίπτονται.
Και όλα όσα υπάρχουν στη χριστιανική ζωή (το βάφτισμα, η θεία μετάληψη, η προσευχή, η εξομολόγηση, η νηστεία κ.τ.λ.), υπάρχουν για να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βαδίσει αυτό το δρόμο σωστά και να προχωρήσει πολύ, αν φυσικά το θέλει. Τον βοηθούν και με τη θεία χάρη που φέρνουν στην καρδιά του, αλλά και με το να τον ενώνουν με όλους τους ανθρώπους, καθώς εντάσσουν τη ζωή του στο πανανθρώπινο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία (δηλ. το σύνολο των χριστιανών). Χρειάζεται ταπεινή καρδιά για να δεχτεί κάποιος αυτή την ένταξη – και αυτή η ταπείνωση είναι η πνευματική «θεραπευτική του αγωγή».

Αυτός ο δρόμος της θεραπείας από τα πάθη και της ένωσης με τον Τριαδικό Θεό διά του Χριστού, με θεμέλιο την ταπείνωση (όπως και ο Θεός είναι ταπεινός), θα λέγαμε πως είναι η κυριότερη διαφορά της Ορθοδοξίας (που είναι η αρχαία, πρωταρχική μορφή του χριστιανισμού) από τις διάφορες θρησκείες, αλλά και τις χριστιανικές αιρέσεις που κυκλοφορούν στην εποχή μας και στο παρελθόν.

Μύθος 2) Ότι, κατά το χριστιανισμό, «ο Θεός έχει κατασκευάσει την κόλαση για να τιμωρεί αιώνια τους αμαρτωλούς».

Κατά τους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας, κόλαση και παράδεισος είναι η διαφορετική αντιμετώπιση της αγάπης και του φωτός του Θεού από τον άνθρωπο, και εδώ και στην αιωνιότητα.

Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, μετά θάνατον προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «παράδεισο».

Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που τους έχει προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».

«Πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός δεν κολάζει κανένα, αλλά ο καθένας κάνει τον εαυτό του δεκτικό της μετοχής στο Θεό. Η μετοχή στο Θεό είναι απόλαυση και η αμεθεξία στο Θεό κόλαση» (άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)[1].

Όσα λέει για την κόλαση το Ευαγγέλιο (π.χ. το κατά Ματθαίον, κεφ. 25, στίχοι 31-46), δεν πρέπει να τα κατανοήσουμε ανθρωπόμορφα, αλλά μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.

Στην κόλαση δεν υπάρχει μετάνοια, όχι επειδή ο Θεός δεν τη δέχεται, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι πια εγωιστής και σκληρός. Γι’ αυτό και η κόλαση θα είναι αιώνια, όπως και ο παράδεισος.

Γι’ αυτό και ο Δαμασκηνός τονίζει στο Κατά Μανιχαίων διάλογος πως ο Θεός πάντοτε δέχεται την μετάνοια (δηλαδή την αλλαγή του νου) του ανθρώπου, ακόμα και μετά το θάνατο του, καθώς δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί το πλάσμα του, αλλά μετά το θάνατο η ψυχή δεν θέλει να μετανοήσει : «οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν – ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται». [Από το άρθρο του καθηγητή Ι. Λίλη Ψηλαφώντας τον παράδεισο και την κόλαση στη γη].

Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της ερήμου), μας αποδεικνύει ότι η κόλαση σχετίζεται με τη μοναξιά, αφού ο άνθρωπος, απορρίπτοντας την αγάπη, έχει απομονώσει τον εαυτό του. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».

Είπαμε ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.

(Τέλος πρώτου μέρους)

(Πηγή: http://o-nekros.blogspot.com/2013/10/51.html)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: