της Διονυσίας Μίσιου
Κύριο στοιχείο της ξεχωριστής εμφάνισης που απέκτησαν οι βένετοι στασιώτες στην εποχή του Ιουστινιανού, ήταν η μακριά γενειάδα, μια και όπως είδαμε, αυτό δεν αποτελούσε συνήθεια των Ρωμαίων ( = Βυζαντινών). Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο στοιχείο αυτό.
Οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν γενειάδα, την οποία μάλιστα θεωρούσαν στολίδι του άντρα, το κατεξοχήν αντρικό σύμβολο. Από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αρχίζει η συνήθεια του ξυρίσματος η οποία και διαδόθηκε και επεκράτησε σε όλη την ελληνιστική περίοδο.
Οι Ρωμαίοι στα χρόνια της δημοκρατίας το είχαν ντροπή να αφιερώνουν χρόνο για την περιποίηση τους. Η συνήθεια του ξυρίσματος ίσως εγκαινιάστηκε από τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, διαδόθηκε όμως στα χρόνια της δικτατορίας, που δείχνει, όπως έχει ήδη λεχθεί, ότι «το πνεύμα του ελληνιστικού πολιτισμού, από το οποίο παρά τη θέληση της εμπνεόταν, είχε επεκτείνει την επίδραση του από τα θεμέλια του πολιτικού καθεστώτος στις πιο μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής».
Η διαδικασία του ξυρίσματος είχε πάρει για τους Ρωμαίους τη μορφή καθήκοντος, από το οποίο και παραιτούνταν μόνον σε περίπτωση πένθους, και ιδιαίτερα εθνικού πένθους, ύστερα δηλ. από μία μεγάλη ήττα του ρωμαϊκού στρατού, ή όταν ήθελαν να εκφράσουν διαμαρτυρία τους.
Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι το ξύρισμα ήταν μία συνήθεια της ανώτερης μόνον τάξης. Βέβαια, τόσο στη Ρώμη όσο και στις άλλες πόλεις, υπήρχαν άφθονα κουρεία στα οποία σύχναζαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, ενώ υπαίθρια κουρεία εξυπηρετούσαν μια πιο λαϊκή πελατεία. Όλοι αυτοί όμως πήγαιναν στα κουρεία για μια γενική περιποίηση της κόμης, δηλ. κούρεμα μαλλιών και γενειάδας, ενώ το ξύρισμα
και πολύ περισσότερο το καθημερινό ξύρισμα ήταν αποκλειστικότητα της ανώτερης τάξης.
Με το ελαττωματικό υλικό και την απλοϊκή τεχνική που διέθεταν οι Ρωμαίοι, ήταν αδύνατο να ξυρίζεται κανείς μόνος του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να παραδίδεται στα έμπειρα χέρια των ειδικών, των τονσόρων, που έπρεπε να διαθέτουν μία ιδιαίτερη επιδεξιότητα και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Διαφορετικά ήταν πολύ εύκολο να προκαλέσουν πληγές στο πρόσωπο του πελάτη τους. Χαρακτηριστικά ο Μαρτιάλης
αναφέρει ότι απ’ όλα τα ζώα το πιο έξυπνο είναι ο τράγος που ζει με τη γενειάδα του αποφεύγοντας έτσι το δήμιο.
Οι πιο φημισμένοι κουρείς ήταν συγχρόνως γνωστοί και για τη βραδύτητα τους, που εξασφάλιζε εξάλλου και το αναίμακτο ξύρισμα. Συνηθισμένο αστείο της εποχής ήταν ότι, ώσπου να τελειώσει το ξύρισμα, στο μάγουλο του πελάτη φύτρωνε καινούρια γενειάδα. Ο Αύγουστος, που δεν ήθελε ούτε μία μέρα να περάσει χωρίς να έχει ξυριστεί, την ώρα που
τον περιποιόταν ο κουρέας του, έπαιρνε κάτι για να γράψει ή να διαβάσει, ώστε να μην πάει χαμένος τόσος χρόνος.
Παράλληλα το ξύρισμα χρεωνόταν και ακριβά, και στις Σάτιρες του Γιουβενάλη εμφανίζεται συχνά ο τύπος του κουρέα που χάρη στα πλούτη που του εξασφαλίζουν τα έσοδα του επαγγέλματος του, ανεβαίνει στις υψηλότερες κοινωνικές βαθμίδες.
Το ξύρισμα απαιτούσε λοιπόν χρόνο και χρήμα που μόνον οι άντρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων μπορούσαν να διαθέσουν. Αλλά ακόμη και για αυτούς η διαδικασία του ξυρίσματος δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Έτσι όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός αποφάσισε να αφήσει γενειάδα, για να καλύψει μάλλον κάποια ουλή που είχε στο πρόσωπο του, βρήκε αμέσως μιμητές. Για πάνω από 150 χρόνια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες με λίγες εξαιρέσεις όπως ο Καρακάλας ή ο Ελεγάβαλος, τρέφουν γένια.
Από τον Μ. Κωνσταντίνο οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ακολουθούν τη ρωμαϊκή συνήθεια και ξυρίζονται, με εξαίρεση τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ο οποίος όμως ήταν λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και αυτοκράτορας φιλόσοφος (Σημείωση NovoScriptorium: για το κατά πόσο ήταν πραγματικά ‘φιλόσοφος’ ο Ιουλιανός παραπέμπουμε τον αναγνώστη στα αναρτημένα για αυτόν άρθρα του ιστολογίου μας) και σ’ όλη αυτή την περίοδο οι φιλόσοφοι ποτέ δεν έπαψαν να φέρουν γενειάδα.
Εκτός όμως από τον Ιουλιανό όλοι οι άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες από τον Μ. Κωνσταντίνο, όπως και γενικά τα μέλη της ανώτερης βυζαντινής τάξης ξυρίζονται, και η γενειάδα είναι ένα εμφανές στοιχείο των κοινωνικών διακρίσεων της εποχής. Και μάλλον αυτός ήταν ο κύριος λόγος που από.τη μεριά των μοναστικών και εκκλησιαστικών κύκλων υπήρχε μία έντονη κριτική κατά του ξυρίσματος.
Ύστερα από όσα είπαμε ως τώρα, μπορούμε, νομίζω, να προχωρήσουμε στην υπόθεση, ότι η γενειάδα των βένετων στασιωτών είχε μία ιδιαίτερη σημασία’ έδειχνε τη διαμαρτυρία των βένετων στασιωτών προς την υπάρχουσα κοινωνική δομή και ότι οι βένετοι στασιώτες τάσσονταν με τις κατώτερες τάξεις της αυτοκρατορίας. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται μέσα στην επόμενη περίοδο.
Με το θάνατο του Ιουστινιανού η εξουσία πέρασε στους Πράσινους. Οι Βένετοι θα ξανακερδίσουν την εξουσία με την επανάσταση του Φωκά το 602.
Στη διδακτορική μου διατριβή εξέτασα την επανάσταση του Φωκά όπως την είδαν οι αντίπαλοι του, οι συγκλητικοί κύκλοι, οι οποίοι και τον εκθρόνισαν, για να ανεβάσουν στο θρόνο τον Πράσινο Ηράκλειο. Στη συνέχεια προσπάθησα να εξετάσω την επανάσταση του 602 από τη μεριά των ίδιων των επαναστατών και του Φωκά. Δυστυχώς οι πληροφορίες των πηγών προέρχονται μόνον από τους εχθρούς της επανάστασης.
Το μόνο στοιχείο που έχουμε από τον ίδιο τον Φωκά, είναι τα νομίσματα του, στα οποία εμφανίζεται με γενειάδα, σπάζοντας έτσι την παράδοση σύμφωνα με την οποία οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εμφανίζονται στα νομίσματα τους αγένειοι. Για αρκετό καιρό τα γένια του Φωκά ήταν ένα δελτίο έρευνας που με ταλαιπωρούσε η λύση του. Ύστερα
όμως από τα όσα είπαμε για την πολιτικοκοινωνική σημασία της γενειάδας, οδηγούμαστε, νομίζω, σε μία ερμηνεία: Ο Φωκάς με τα νομίσματα του, που ήταν το μέσο προπαγάνδας και μαζικής ενημέρωσης, ήθελε να διακηρύξει στους υπηκόους του ότι ο θρόνος της αυτοκρατορίας ανήκε τώρα πια σ’ έναν εκπρόσωπο του λαού, σε έναν Βένετο.
Η κοινωνική σημασία της γενειάδας του αυτοκράτορα Φωκά ενισχύεται και από ένα άλλο στοιχείο. Ο Φωκάς έκτισε στην Κωνσταντινούπολη ναό προς τιμή του συνονόματου του αγίου, του αγίου Φωκά. Η ιδιαίτερη πολιτική σημασία που είχε η ανέγερση του ναού του αγίου Φωκά, αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ο Ηράκλειος, όταν κατέλαβε την εξουσία,
μετονόμασε το ναό σε ναό του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Ο άγιος Φωκάς θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και γενικά των φτωχών και των αδυνάτων έτσι τον παρουσιάζουν οι βιογράφοι του και οι συγγραφείς των ακολουθιών του. Ο αυτοκράτορας Φωκάς προβάλλει λοιπόν και αυτός στα νομίσματα του ως προστάτης των φτωχών και των αδικημένων.
Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονται να ενισχύσουν την υπόθεση που κάναμε για τη σημασία της γενειάδας των βένετων στασιωτών του Ιουστινιανού, αλλά και μας υποχρεώνουν να αναθεωρήσουμε την άποψη, ότι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία και οι Πράσινοι τις κατώτερες τάξεις, και να δεχτούμε ακριβώς το αντίθετο, ότι οι Πράσινοι
αντιπροσώπευαν την ανώτερη τάξη και οι Βένετοι τα κατώτερα στρώματα. Ήδη ο Α. Cameron έχει υπογραμμίσει την αντίφαση που παρουσίαζε η παλιότερη αυτή άποψη, μια και ο Ιουστινιανός που είναι και ο κατεξοχήν βένετος αυτοκράτορας, ήταν εκείνος που είχε πάρει τα αυστηρότερα μέτρα κατά της συγκλητικής τάξης. Και δεν ήταν μόνον ο Βένετος Ιουστινιανός που πήρε μέτρα κατά της ανώτερης τάξης, αλλά και όλοι οι βένετοι αυτοκράτορες.
Για σχέση των βένετων στασιωτών με τις κατώτερες τάξεις μάς πληροφορεί και ο Προκόπιος, όταν σχολιάζοντας την ενδυμασία των βένετων στασιωτών παρατηρεί ότι ες τα ιμάτια ευπάρυφοι ηξίουν, άπαντες είναι κομπωδεστέραν ή κατά την εκάστου αξίαν ενδιδυσκόμενοι την εσθήτα. Αλλά και γενικά μέσα στα ‘Ανέκδοτα’ υπάρχει ένα είδος ταύτισης ανάμεσα στους πλούσιους και τους Πράσινους, χωρίς αυτό να σημαίνει
βέβαια ότι δεν υπήρχαν και πλούσιοι Βένετοι’53 έτσι εξάλλου, νομίζω, θα πρέπει να εννοήσουμε και τη διευκρίνιση του Προκόπιου, ότι τον Ιουστινιανό δεν τον υποστήριζαν όλοι οι Βένετοι, αλλά μόνον οι στασιώτες των Βένετων.
Ο Ηράκλειος υιοθέτησε και εκείνος στα νομίσματα του τη γενειάδα, για να διασκεδάσει το μήνυμα της, αλλά και για να διευκρινίσει τη βασιλική ιεραρχία των συμβασιλέων υιών του. Ωστόσο όμως ο κοινωνικός συμβολισμός της γενειάδας δεν εξαλείφτηκε” ο επόμενος βένετος αυτοκράτορας που ανέβηκε στο βυζαντινό θρόνο, ήταν ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος.
Όλοι αυτοί οι βένετοι αυτοκράτορες, όπως και οι βένετοι αυτοκράτορες πριν από τον Ιουστινιανό, Πουλχερία – Μαρκιανός και Λέων Α’, ήταν ορθόδοξοι. Έτσι η γενειάδα πέρα από τον πολιτικοκοινωνικό της χαρακτήρα αποκτά και ένα θρησκευτικό περιεχόμενο και δηλώνει τον ορθόδοξο. Η σύνδεση της γενειάδας με την Ορθοδοξία θα γίνει πολύ πιο σαφής αργότερα με την αντιπαράθεση ανάμεσα στους αγένειους λατίνους και τους γενειοφόρους βυζαντινούς ορθόδοξους ιερείς. Παράλληλα όμως θα πρέπει να τονίσουμε ότι η συνήθεια του ξυρίσματος δε σταμάτησε ποτέ στο Βυζάντιο.
Πριν προχωρήσουμε, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι για τους αυτοκράτορες Αναστάσιο και Μαυρίκιο που προηγήθηκαν του βένετου νεωτεροποιον Ιουστινιανού και του βένετου επαναστάτη τυράννου Φωκά, οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ξύριζαν πολύ συχνά τα γένια τους.
Η περιγραφή της μορφής του αυτοκράτορα από τις πηγές έχει μεγάλη σημασία, μια και η μορφή του αυτοκράτορα ήταν από τη μια μεριά θέμα μιας σκόπιμης προπαγάνδας, και από την άλλη αντικείμενο μιας επίσης σκόπιμης κριτικής της αντιπολιτευόμενης παράταξης. Περιγραφή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έχουμε και από τον αντιπολιτευόμενο Προκόπιο, αλλά και από τον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος μάλλον ήταν
σύμφωνος με την πολιτική του αυτοκράτορα.
Οι δύο περιγραφές, του Μαλάλα και του Προκόπιου, συμφωνούν. Ο Μαλάλας όμως προσθέτει και κάποια επιπλέον στοιχεία και αυτά έχουν όλα σχέση με την κόμη, τα γένια δηλ. και τα μαλλιά του Ιουστινιανού: ο Ιουστινιανός ήταν ουλόθριξ, αναφάλας, μιξοπόλιος την κάραν και το γένειον. Από την άλλη μεριά ο Προκόπιος όταν σε ένα άλλο σημείο των
‘Ανεκδότων επανέρχεται στην εξωτερική εμφάνιση του Ιουστινιανού, τονίζει ότι αυτός δεν είχε τίποτε το βασιλικό επάνω του, αλλά και ούτε κατέβαλε προσπάθεια για να έχει. Μήπως αυτό αποτελεί και υπαινιγμό για το ότι ο Ιουστινιανός σε αντίθεση με τον προκάτοχο του Αναστάσιο, που για τον Προκόπιο είναι ο αντίποδας του Ιουστινιανού, δεν
ξυριζόταν συχνά ; Ας θυμηθούμε ότι και η γενειάδα του αυτοκράτορα Ιουλιανού είχε προκαλέσει την αρνητική κριτική των Αντιοχέων οι οποίοι έβρισκαν ότι δεν ταίριαζε σε έναν αυτοκράτορα να τρέφει γενειάδα. Θα πρέπει όμως παράλληλα να αναφέρουμε ότι ο Ιουστινιανός σε καμιά του παράσταση δεν εικονίζεται γενειοφόρος.
Είδαμε ότι όλοι οι βένετοι αυτοκράτορες ήταν ορθόδοξοι. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που κάθε ιδεολογία φέρει ένα θρησκευτικό ένδυμα. Έτσι λοιπόν οι Βένετοι ταυτίζονται με την Ορθοδοξία, ενώ οι Πράσινοι είναι πιο ανεκτικοί απέναντι στις αιρέσεις, μια και η πολιτική τους καθορίζεται από τα συμφέροντα του κράτους και συνεπώς από την επιθυμία τους για διατήρηση μέσα στον κορμό της αυτοκρατορίας των πλούσιων
ανατολικών επαρχιών, οι οποίες έχουν προσχωρήσει στον νεστοριανισμό και στη συνέχεια στον μονοφυσιτισμό. Έτσι η θρησκευτική πολιτική των πράσινων αυτοκρατόρων εξαρτάται από το τι εκτιμάει κάθε αυτοκράτορας και η κυβέρνηση του ότι θα εξασφαλίσει τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
Οι Βένετοι όμως ταυτίζονται με την Ορθοδοξία. Και Ορθοδοξία δεν ήταν απλά μόνο μία ιδεολογία, ένα δόγμα, αλλά και ένας τρόπος ζωής που καθοριζόταν σε σχέση με το κοινωνικό πρόβλημα. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Απόδειξη της κοινωνικότητας του χριστιανισμού είναι η κοινοκτημοσύνη της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων προς την οποία έτεινε κάθε χριστιανός και η οποία προκάλεσε το θαυμασμό του λαού αλλά και την εχθρότητα του κράτους, το οποίο υποστήριζε και συντηρούσε την κοινωνική διαίρεση σε πλούσιους και φτωχούς.
Με την αναγνώριση του χριστιανισμού από το κράτος δεν έχουμε ανατροπή της κοινωνικής δομής. Η καθεστώσα κοινωνική διάρθρωση ήταν απολύτως σεβαστή. Έτσι η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και επί των χριστιανών αυτοκρατόρων ήταν τεράστια. Την κατάσταση αυτή την οποία ανέχεται και συντηρεί το κράτος, επικρίνουν
δριμύτατα οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζοντας ότι η χριστιανική πίστη που συνδέεται με την αναγνώριση ίσης αξίας σε κάθε άνθρωπο, είναι ασυμβίβαστη με την αδιαφορία για την κατάσταση των αδελφών που υποφέρουν.
Οι πλούσιοι βέβαια της εποχής προσπαθούσαν χρησιμοποιώντας χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της απομόνωσης χωρίων να αποδώσουν την ανισοκατανομή των αγαθών στο Θεό. Η αποδοχή μιας τέτοιας άποψης θα εμπόδιζε τους φτωχούς πιστούς να αντιδράσουν στην αδικία και εκμετάλλευση των πλουσίων,
αφού μια τέτοια αντίδραση θα ερχόταν σε αντίθεση με το σχέδιο του Θεού. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος αναλαμβάνει να διαφωτίσει το λαό αντικρούοντας την απόδοση της ανισοκατανομής των αγαθών στο Θεό και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον πραγματικό τρόπο δημιουργίας του πλούτου που είναι η εκμετάλλευση των αδυνάτων. Σκοπός των Πατέρων ήταν να πειστούν οι πλούσιοι να μοιράσουν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Μάλιστα δικαιολογούν και την άσκηση βίας από μέρους του πεινασμένου φτωχού, μια και αυτή οφείλεται στην ανάγκη.
Σκοπός της ανακοίνωσης μου δεν είναι βέβαια να παρουσιάσω τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας με την οποία άλλωστε ασχολούνται άλλοι μελετητές, αλλά ως ιστορικός να σχολιάσω ορισμένα χωρία του Προκόπιου και να παρουσιάσω το νέο πνεύμα που επικρατεί στην εποχή του Ιουστινιανού και τα πρότυπα που αυτή προβάλλει.
Ο homo novus Ιουστινιανός είναι ο πρώτος αυτοκράτορας που θέτει την αυτοκρατορική του εξουσία για την εφαρμογή του ορθόδοξου ιδεώδους. Ο Ιουστινιανός είναι ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας που εγκατέλειψε το ρωμαϊκό πρότυπο της υποταγής της Εκκλησίας στο Κράτος, το οποίο ακολούθησαν όλοι οι προκάτοχοι του αυτοκράτορες που επιδίωκαν τον έλεγχο της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μπορούμε να εννοήσουμε και την προσπάθεια τους για προώθηση της Κωνσταντινούπολης μέσα στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιδέα της αυτονομίας της Εκκλησίας τους ήταν άγνωστη. Ο Ιουστινιανός είναι ο πρώτος αυτοκράτορας που αναγνωρίζει ότι ιεροσύνη και βασιλεία είναι δύο ισότιμα δώρα του Θεού προς τους ανθρώπους και ο πρώτος που αναγνωρίζει ισχύ νόμου στους εκκλησιαστικούς κανόνες.
Ο Ιουστινιανός είναι αυτός επίσης που χάρισε στην αυτοκρατορία τη μεγάλη εκκλησία, την Αγία Σοφία, που έγινε ένας από τους άξονες της ζωής της πρωτεύουσας αλλά και της αυτοκρατορίας δίνοντας έτσι ξεχωριστό κύρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, και ήταν αυτός επίσης που επέβαλε την ελληνική, τη γλώσσα του Ευαγγελίου, ως την επίσημη
γλώσσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βέβαια παλιότερα θεωρούσαν τη βασιλεία του Ιουστινιανού ως το καλύτερο παράδειγμα βυζαντινού καισαροπαπισμού, στο μεταξύ όμως η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περί καισαροπαπισμού του Ιουστινιανού είναι καθαρή νοθεία της ιστορίας και ότι ο Ιουστινιανός ασχολήθηκε με τα δογματικά προβλήματα της εποχής από πραγματικό ζήλο·
η μελέτη των θεολογικών του συγγραμμάτων απέδειξε ότι ο Ιουστινιανός ήταν ο καλύτερος θεολόγος της εποχής του, συνεπής στην ορθόδοξη παράδοση.
Ο Ιουστινιανός ήταν ένας ευσεβής χριστιανός. Η περιγραφή του Μαλάλα, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, κλείνει τονίζοντας ότι ο Ιουστινιανός ήταν μεγαλόψυχος, χριστιανός. Η ευσέβεια του αυτοκράτορα ήταν σε όλους γνωστή. Ο Προκόπιος μας δίνει μία πληροφορία που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στους αντιπολιτευτικούς κύκλους της αυτοκρατορίας: Ο Τριβωνιανός, ο κοιαίστωρ, φοβόταν
μήπως και ο Ιουστινιανός εξαιτίας της μεγάλης του ευσέβειας αναληφθεί ξαφνικά στους ουρανούς.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως πάλι στους βένετους στασιώτες. Η αποδελτίωση των κατηγοριών που απευθύνει ο Προκόπιος κατά του Ιουστινιανού έδειξε ότι η κατηγορία που έρχεται και ξανάρχεται στα ‘Ανέκδοτα’, είναι ότι ο Ιουστινιανός λήστευε και άρπαζε τις περιουσίες των πλούσιων υπηκόων του. Και σε τέτοια κατάντια οδήγησε ο Ιουστινιανός το κράτος, λέει ο Προκόπιος, ώστε η ρωμαϊκή πολιτεία να αποτελείται μόνον από φτωχούς. Όλα τα είχε αρπάξει, όλα τα είχε συγκεντρώσει ο αυτοκράτορας. Ήδη όμως ο Προκόπιος ομολογεί ότι όλα αυτά τα χρήματα ο Ιουστινιανός δεν τα ήθελε για τον εαυτό του, αλλά για να ενισχύσει το δημόσιο ταμείο. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός δεν είχε μεγάλη περιουσία, μας λέει ο Προκόπιος, μα ούτε και κανέναν άλλον άφηνε να έχει. Έμοιαζε
να μην έχει το πάθος της φιλαργυρίας — ο ίδιος ο Ιουστινιανός σε Νεαρά του αναγνωρίζει την φιλαργυρίαν πάντων είναι μητέρα των κακών — αλλά να κατέχεται από το φθόνο για όσους είχαν περιουσία. Συνεργούς και στο έργο του αυτό ο Ιουστινιανός είχε τους βένετους στασιώτες, τους οποίους ο Προκόπιος καταγγέλλει ως ληστές και φονιάδες.
Όπως όμως τονίσαμε και πιο πάνω, το έργο αυτό του Προκόπιου είναι ένα λιβελλογράφημα και επομένως θα πρέπει να σταθούμε προσεκτικοί και κριτικοί στις πληροφορίες που μας δίνει. Μια προσεκτική κριτική ανάγνωση των ‘Ανεκδότων’ μάς αποκαλύπτει, νομίζω, την πραγματική δράση των βένετων στασιωτών.
(Τέλος δεύτερου μέρους)
(Πηγή: Α’ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση)
Leave a Reply