Παρουσιάζουμε εδώ εκτεταμένα αποσπάσματα από ένα μάλλον άγνωστο άρθρο του μεγάλου Φώτη Κόντογλου, υπογραμμίζοντας και σχολιάζοντας κάποια, κατά την γνώμη μας, κρίσιμα σημεία του.
Ο Γερμανός καθηγητής Krumbacher γράφει πως: “Όσον καιρό η Τουρκία θρεφότανε από τους λαούς που είχε σκλαβώσει, κι από τα πλούτη που ήτανε μαζεμένα επί αιώνες, μεγάλωνε και δυνάμωνε, ως που έγινε ο φόβος της Ευρώπης. Αλλά σαν περάσανε πια εκείνα τα ευτυχισμένα παλιά χρόνια, άρχισε να πίνη το δικό της αίμα, που δεν μπαίνει στη θέση του με τίποτα.
Μ’ όλο που είχανε χαρέμια με πολλές γυναίκες, και μ’ όλο που ήταν αφέντες σ’ αυτή τη χώρα, ολοένα κατρακυλούσανε, αντί να πάνε μπροστά. Σ’ αυτό συνήργησε πολύ η αδιάκοπη και πολύχρονη στρατολογία, μα περισσότερο η παρά φύση ασωτεία κι ο εκφυλισμός ήτανε η αιτία που αραίωνε ο τουρκικός πληθυσμός, βάλε και την κακή διοίκηση μ’ όλο που την ίδια διοίκηση την είχανε κι οι Έλληνες ραγιάδες, και μάλιστα πολύ χειρότερη. Ο Έλληνας αντέχει περισσότερο από τον Τούρκο, γιατί έχει περισσότερη ζωή μέσα του, κι η εξυπνάδα του τον δυναμώνει, το πνεύμα του τον στερεώνει, η εργατικότητά του κάνει τη ζωή του πιο ευχάριστη, κι αυτόν ανοιχτόκαρδο κι αισιόδοξο. Ενώ ο Τούρκος, έχει πολλά καλά είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός και φιλόξενος, σαν δεν τον έχει πιάσει ο φανατισμός που τον κάνει από πρόβατο θερίο, αλλά είναι βαρύς κι αδιάφορος, δεν αγαπά τη δουλειά, δεν έχει το κέφι που έχει ο Έλληνας, κι αυτή η φυσική νωθρότητά του χειροτερεύει από την πίστη που έχει στο ‘κισμέτ’, στο γραφτό, κι έτσι κι η λίγη δραστηριότητά του χάνεται ολότελα.
(NovoScriptorium: Η βιωματική Ορθόδοξη πίστη, η διαρκής, καθημερινή διαλεκτική με τον Ουρανό ήταν η αιτία που ο Έλληνας άντεξε-άντεχε και παρ’ όλες τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε, συνέχισε να ‘σηκώνει τον Σταυρό του’ με υπομονή και προσμονή για την Ανάσταση, προσωπική και εθνική. Σε κάθε δυσκολία μόνο με περισσότερη πίστη και υπομονή πρέπει ο άνθρωπος ή ένα έθνος να απαντάει. Δεν είναι τυχαίο πως ο λαός μας αποκτά τις τελευταίες δεκαετίες διαφορετικά χαρακτηριστικά από των προγόνων του, με φανερό αντίκτυπο στην κοινωνία όσα καταμαρτυρούντο τότε στους Τούρκους, καθώς η βιωματική Ορθόδοξη πίστη έχει αντικατασταθεί από την αθεΐα, αρνησιθεΐα, ετεροδοξία, την τυπολατρία και κυρίως από τον, δίχως πραγματική γνώση, κατ’ επίφασιν Χριστιανισμό – το λέμε και ‘Χριστιανός της -πάλαι ποτέ, όταν αναγραφόταν το θρήσκευμα-ταυτότητας’. Γινήκαμε λοιπόν σκληρόκαρδοι, απαισιόδοξοι, νωθροί, βαρείς, αδιάφοροι, δίχως κέφι και αρκετά πιο τεμπέληδες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Η κατάσταση είναι αντιστρέψιμη αλλά απαιτεί εν Χριστώ Μετάνοια και μάλιστα μαζική)
Οι Τούρκοι δεν αγαπούνε την θάλασσα, τη θαλασσινή ζωή και το εμπόριο, γι’ αυτό φεύγουνε από την ακροθαλασσιά και τραβάνε παραμέσα στη στεριά. Ενώ οι Έλληνες κατοικούσανε οι περισσότεροι κοντά στη θάλασσα και κάνανε το εμπόριο με τα καράβια, πηγαίνοντας μέχρι το Μισίρι (Αίγυπτο), τη Ρουμανία, τη Ρωσία, το Τριέστι και τη Μαρσίλια. Κοντά στο εμπόριο, οι Έλληνες είχανε στα χέρια τους όλες τις τέχνες και κάθε επιχείρηση.
Μετά το 1800 ο τουρκικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας αραίωσε πολύ, κι η κυβέρνηση, για να τον δυναμώση, έφερε στην Ανατολή πολλούς Τούρκους από τις χώρες που είχανε ελευθερωθεί, όπως από την παλιά Ελλάδα, από τη Μποσνία, από την Αυστρία, από τη Βουλγαρία, καθώς και πολλούς Τσερκέζους από τη Ρωσία ως το 1900. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι μουσαζίρηδες. Αλλά και πάλι δε μπορέσανε αυτοί οι μετανάστες να δυναμώσουνε τον τουρκικό πληθυσμό. Μάλιστα φέρανε στην Ανατολή μεγάλη αναστάτωση. Τελευταία πήγανε στη Μικρά Ασία κι οι πρόσφυγες από τα ελληνικά νησιά κι από την Κρήτη, κι έτσι οι δυσκολίες πληθύνανε, μ’ όλη την απέραντη γη που έχουνε οι Τούρκοι στην εξουσία τους”
Ο Γάλλος γεωγράφος Recius είχε γράψει: “Οι Τούρκοι είναι εξαντλημένοι. Η στρατολογία κοντεύει να τους εξοντώση. Έχουνε και κάποια απάθεια που τους κάνει να μην ενδιαφέρονται για την κατάσταση του κράτους των. Κι έτσι διατρέχουνε τον μεγαλύτερο κίνδυνο, γιατί έχουνε συναγωνιστές τους Έλληνες που είναι προικισμένοι με πολύ δυνατή πρωτοβουλία. Οι Τούρκοι δεν μπορούνε να βγάλουν πέρα με τους Έλληνες, επειδή δεν πολεμάνε με τα ίδια όπλα, και δεν ξέρουνε ξένες γλώσσες, όπως οι Έλληνες. Είναι αγράμματοι και απλοϊκοί, ενώ οι Έλληνες είναι αντίπαλοι ικανοί και πολυμήχανοι. Οι Τούρκοι δεν βιάζονται ποτέ, ενώ οι Έλληνες είναι όλο βιαστικοί…Σιγά-σιγά εκτοπίζονται από τα παραθαλάσσια και γυρίζουνε πάλι στη νομαδική ζωή που ζούσανε στα παλιά χρόνια. Από τις μεγάλες πολιτείες φύγανε κιόλας οι περισσότεροι, ενώ άλλη φορά ήτανε οι πιο πολλοί. Στη Σμύρνη, θαρρεί κανένας πως δεν είναι αφεντικά, αλλά πως ζούνε χατηρικά κοντά στους άλλους”
Ο Cuinet γράφει για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ότι φαίνονται πως είναι καθαρά απόγονοι των αρχαίων. Όσοι κατοικούνε κοντά στη θάλασσα είναι, λέγει, ζωηρότεροι και μιλούνε καθαρά ελληνικά. Μπορεί κανένας να δη ανάμεσά τους κάποιους που μοιάζουνε ολότελα με τα αρχαία αγάλματα. Όσοι κατοικούνε μέσα στη στεριά, μιλάνε τα τούρκικα σαν Τούρκοι, κι είναι πιο απλοϊκοί από τους άλλους. Εκτός από τη γεωργία, αυτοί κρατάνε στα χέρια τους το εμπόριο, μαζί με τους Αρμένηδες.
Ο Perrot γράφει πως οι Έλληνες είναι οι πιο έξυπνοι, οι πιο προοδευμένοι και οι πιο φιλόδοξοι απ’ όλους τους υπηκόους του Σουλτάνου. Ο Cuinet γράφει αλλού πως οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έχουνε όλα τα χαρίσματα που είχανε οι αρχαίοι Έλληνες της Σμύρνης, της Εφέσου, της Περγάμου και της Μιλήτου. Είναι, λέγει, οι πιο πολιτισμένοι κι οι πιο πλούσιοι, κι είναι οι καλύτεροι τεχνίτες, άριστοι γεωργοί, δραστήριοι οικονομολόγοι.
Ο Γερμανός βυζαντινολόγος Geizer γράφει: “Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είναι φυλή πολύ ζωηρή, αξιαγάπητη και επιχειρηματική. Χωρίς αμφιβολία αυτοί φέρνουνε τον πολιτισμό σ’ αυτές τις χώρες. Η Σμύρνη των απίστων (Γκιαούρ Ιζμίρ) έχει πληθυσμό χριστιανικό και ελληνικό, περισσότερον από τον μουσουλμανικό, κι είναι το σπουδαιότερο κέντρο αυτού του ανατολίτικου Ελληνισμού”
Ο Γερμανός Philippson γράφει στην ιστορία του ταξιδιού του στη Μικρά Ασία: “Τέτοια τιμιότητα, πίστη και αφοσίωση που βρήκα σ’ όλα τα ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία, από τους Έλληνες που πήρα στην υπηρεσία μου, σπάνια θα βρη ένας ταξιδευτής σε άλλον λαό, όσο στον ελληνικό, που κάποιοι επιπόλαιοι και προκατειλημμένοι ευρωπαίοι τον κατηγορήσανε άδικα (…) οι Τούρκοι δεν είναι τόσο φιλόξενοι και τίμιοι, όσο είπανε άλλοι Γερμανοί, γιατί πολλές φορές με απατήσανε, ενώ οι Έλληνες ποτέ”
Ο Recius γράφει: “Όλες οι τέχνες και τα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα είναι στα χέρια των Ελλήνων. Στις πολιτείες γίνονται γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές. Η κοινή γνώμη της Δύσης απ’ αυτούς μαθαίνει τι γίνεται στην Ανατολή, γιατί αυτοί είναι διερμηνείς και δημοσιογράφοι. Για κάθε δουλειά έχουν τους πιο καλούς τεχνίτες. Στα σπίτια τους βλέπει κανείς αμέσως πως διατηρήσανε από τους προγόνους τους την καλαισθησία, το μέτρο και τον ρυθμό. Αν και ζήσανε επί ολόκληρους αιώνες κάτω από βάρβαρους δυνάστες και σκλάβοι, ωστόσο κάνουν κάποια έργα με τόση δεξιοτεχνία, που θα μπορούσανε να είναι υπόδειγμα για τους Ευρωπαίους. Στα σπίτια τους βλέπει κανένας ξυλουργήματα ωραιότατα, και τα χρώματα και τα κοσμήματα με τα οποία στολίζουν τους τοίχους είναι καμωμένα με πολλή καλαισθησία. Στο λιμάνι της Σμύρνης η βάρκα του φτωχού καϊκσή είναι αριστούργημα τέχνης, κομψότατη και γεροσκαρωμένη. Ακόμα κι από τον τρόπο που τυλίγει το σχοινί στην πλώρη βλέπει κανένας πως αυτός ο βαρκάρης κατάγεται από λαό καλλιτεχνικόν. Αυτό που πρέπει να φοβάται κανένας είναι μήπως από την αγάπη στους νεωτερισμούς ο Έλληνας θελήσει να μιμηθή τη Δύση και φύγει από τη δική του καλαισθησία, και τον κάνει να πάρει κάποια ξενικά πράγματα πολύ κατώτερα από τα δικά του. Επειδή είναι πολύ έξυπνος, επήρε στα χέρια του όλες τις επιχειρήσεις και τα επαγγέλματα, κι έγινε πλούσιος, ενώ οι κατακτητές του είναι κατώτεροί του. Ο σημερινός Έλληνας είναι θαλασσινός, ταξιδευτής, όπως και στα χρόνια του Ηροδότου κι είναι πανταχού παρών. Με τη δραστηριότητά του τα βγάζει πέρα με δέκα Τούρκους”
(NovoScriptorium: Ο Έλληνας των τελευταίων δεκαετιών έχει κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο εξέφρασε φόβο τότε ο ως άνω. Το αποτέλεσμα είναι να απεμπολούμε και να αφανίζουμε, μόνοι μας σχεδόν, έναν ιδιαίτερο πολιτισμό χιλιετηρίδων. Έναν πολιτισμό καθοριστικό, είτε στην Ελληνιστική-Ρωμαϊκή του μορφή, είτε στην Χριστιανική-Ελληνο-Ρωμαϊκή του μορφή, για την Ιστορία και Εξέλιξη του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Οι διάφοροι ‘ξένοι’ -οι Δυτικοί, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- με τις διάφορες προπαγάνδες και μόδες που καλλιεργούν ανάμεσα στο λαό μας καλώς κάνουν, καθώς αυτός υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο μόνος τρόπος να μας ‘κατεβάσουν στο επίπεδό τους’, μάλιστα δε να φτάσουν να μας ελέγξουν κιόλας -ήδη συμβαίνει αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το θέμα είναι εμείς οι ίδιοι τι πράττουμε. Οι ευθύνες βαραίνουν εμάς πρωτίστως. Ο όποιος ‘άλλος’ βρίσκει και τα κάνει)
Ο Άγγλος Ramsay γράφει: “Στα τουρκικά χωριά οι γυναίκες, από όσα είδα και άκουσα, είναι πιο αδύνατες στο σώμα και στο πνεύμα, γιατί στην παιδική ηλικία τους ζήσανε άσχημα. Οι Ελληνίδες όμως μου κάνανε μεγάλη εντύπωση, γιατί είναι πιο καλές και πιο ηθικές κι από τους άνδρες τους, καλοκαμωμένες και έξυπνες. Από τούτη τη διαφορά πρέπει κανένας να κρίνη το μέλλον για τις δύο φυλές. Οι Ελληνίδες είναι η πλούσια γη που θα ξεπεταχτούνε οι μέλλουσες γενεές με δύναμη. Ενώ οι Τουρκάλες, όπως είναι ελαττωματικές και εξαντλημένες, θα γεννήσουνε παιδιά φτωχά και στο σώμα και στο πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία που εκφυλίζεται ολοένα ο τουρκικός λαός”
(NovoScriptorium: Διαβάζοντας κανείς αυτές τις γραμμές δεν μπορεί παρά να νιώσει μια απέραντη θλίψη για τη σημερινή κατάσταση των Ελλήνων, ακόμη δε περισσότερο των Ελληνίδων της εποχής μας. Η τότε περιγραφείσα ως ‘πλούσια γη’ που θα έδινε ζωή σε δυνατές μέλλουσες γενεές, με ήθος τέτοιο που ξεπερνούσε εκείνο των ανδρών τους, που είχε εξυπνάδα, πίστη στον Θεό και την Παράδοση, και καλοσύνη, έχει αντικατασταθεί στην εποχή μας από μία ‘στείρα γη’ ή ακόμη χειρότερα ‘βρεφοκτόνο γη’ -αμέτρητες οι εκτρώσεις…αμέτρητοι οι φόνοι αγέννητων Ελλήνων. Το ήθος των γυναικών της εποχής μας είναι εξίσου κακό, αν όχι και χειρότερο, των ανδρών της εποχής μας. Αντί εξυπνάδας θριαμβεύει πια η πονηρία. Για πραγματική καλοσύνη ούτε λόγος. Όσο για πίστη στον Θεό και στην Παράδοση, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Κυριαρχεί δε μάλλον ένας συγκριτιστικός αχταρμάς και μια παγκοσμιοποιητική πολιτιστική θολούρα. Δίχως Μάνες όμως, μάλιστα δε καλές Μάνες, ένας λαός είναι καταδικασμένος να αφανιστεί. Αν λοιπόν δεν αλλάξει κάτι άμεσα και μαζικά, το Ρωμαίικο και οι παραδόσεις του δεν θα αργήσουν να γίνουν μια ανάμνηση στην Παγκόσμια Ιστορία εντός των επομένων δεκαετιών. Ο καθένας από εμάς έχει χρέος -άγνωστη λέξη για τον νεοέλληνα- να αναλάβει τις ευθύνες -άλλη άγνωστη λέξη των τελευταίων δεκαετιών- που του αναλογούν απέναντι στο Γένος και την Ιστορία. Ουδείς μπορεί να πείσει κάποιον να αυτοκτονήσει αν εκείνος δεν το επιθυμεί. Πρέπει να σταματήσουμε να μεταθέτουμε -πολλάκις με ακραία γραφικότητα και μίσος- τις αποκλειστικώς δικές μας ευθύνες σε άλλους, ξένους λαούς. Αν δεν σέβεσαι τον εαυτό σου μην περιμένεις από κανένα να σε σεβαστεί)
Γράφει ο Perrot: “Δεν γνώρισα Έλληνα που να μην είναι ευχαριστημένος από την τύχη του. Οι Έλληνες είναι ανήσυχοι και θέλουνε να ανεβούνε πάντα πιο ψηλά από κει που βρίσκονται”
Γράφει ο Ramsay: “Ο καμηλαρτζής πάντα είναι Τούρκος ή Τουρκομάνος. Αλλά αυτός που έχει δικές του τις καμήλες και τα εμπορεύματα είναι χριστιανός”
Ο Rath γράφει πως του έλεγε ο αρχαιολόγος Humann που κάθισε πολλά χρόνια στη Μικρά Ασία και τη γνώριζε όσο κανένας άλλος πως από την Προποντίδα ως τη Λυκία ο Ελληνισμός προοδεύει: “Τα τούρκικα χωριά ρημάζουνε, χάνουνται, κι από την άλλη φανερώνουνται ελληνικά χωριά. Και την καταστροφή της τουρκικής φυλής τη δείχνουνε τα αμέτρητα μεζαρλίνια (νεκροταφεία) που βλέπει κανένας, χωρίς να υπάρχη πια χωριό κοντά τους, που ούτε θυμάται πια κανένας τ’ όνομά του”
Ο Deschamps έγραφε, τον καιρό που πήγε στα Μύλασα: “Κι εδώ βλέπω πως σχεδόν μονάχα οι Έλληνες απομείνανε ζωντανοί σε τούτο το κοιμητήριο της Ασίας. Τους ραγιάδες τους εμψυχώνει κάποια χαρά και φαιδρότητα. Κάνουνε πολλά παιδιά, και δεν έχουνε χαρέμια. Χτίσανε κοντά στο τζαμί και στο κονάκι τα δυο εθνικά τους φρούρια, την εκκλησία και το σχολείο”
(NovoScriptorium: Τα δύο φρούρια της Ρωμαίϊκης Παράδοσης ήταν η Εκκλησία και το Σχολείο. Οι συγκρίσεις με την σημερινή κατάσταση και αντιμετώπιση των δύο αυτών οντοτήτων αυξάνουν κατακόρυφα την απογοήτευσή μας. Αν δεν επιστρέψουμε σε αυτά τα δύο ‘φρούρια’, μάλιστα δε μαζικά, ας μην περιμένουμε κάποια αναλαμπή και θετική εξέλιξη για το Γένος στο μέλλον – όπου ‘Σχολείο’ γίνεται κατανοητό ότι εννοούμε την κατάλληλη για το λαό μας Παιδεία, η οποία οφείλει να καλλιεργεί την Παράδοσή του)
Ο Γερμανός Dietrich γράφει: “Την Εκκλησία την τιμάνε πολύ οι Έλληνες, γιατί αυτή έσωσε την εθνική ιδέα κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, επειδή είχε αναλάβει χρέη διοικητικά και πολιτικά. Η σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και στο σχολείο είναι πολύ διαφορετική απ’ ό, τι είναι στην δυτική Εκκλησία, γιατί η Ελληνική Εκκλησία δεν εννοεί να κυριαρχή απάνω στο σχολείο, αλλά να το κάνει να προκόβη”
(NovoScriptorium: Οι γραμμές αυτές πρέπει να ‘αφιερωθούν’ σε όλους εκείνους που πολεμούν την Εκκλησία, μάλιστα δε εφευρίσκοντας απίθανες ιστορίες. Για τον Ρωμηό, είναι αδιανόητο να μην έχει διαρκή αναφορά στην Πίστη του. Είναι επίσης αδιανόητο στην κοινωνία του να μην έχει λόγο η Εκκλησία. Εξίσου αδιανόητο είναι η Εκκλησία να ‘επιβάλλει’ αντικαθιστώντας το Κράτος και τη Νομοθεσία. Εν ολίγοις, ‘χωρισμός’ Εκκλησίας και Κοινωνίας/Κράτους είναι κάτι αδιανόητο για την Ρωμαίικη πολιτειακή αντίληψη. Αντιθέτως, θα έπρεπε να υπάρχει ενίσχυση της σχέσης αυτής, διατηρώντας όμως τα δύο μέλη πάντοτε την διακριτότητά τους. Δυστυχώς, ο σημερινός Έλληνας όχι μόνο δεν τιμά την Εκκλησία αλλά την υβρίζει κι από πάνω. Οι ύβρεις αυτές αποτελούν μνημεία αμάθειας και κακότητας και, για άλλη μια φορά, καταδεικνύουν τους λόγους της παρακμής, έως αφανισμού, του ελληνικού έθνους)
Ο Recius γράφει: “Σε κάθε πολιτεία, το μεγαλύτερο ζήτημα είναι τα σχολεία. Οι έμποροι, αφού τελειώσουνε τις εμπορικές υποθέσεις τους, συζητούνε για τα παιδαγωγικά, για τους καθηγητές, για το πώς θα κάνουνε τους μαθητές ν’ αγαπήσουνε το σχολείο. Όποτε τους επισκεφθή ξένος, τον υποδέχονται στα σχολεία, τον παρακαλούνε να εξετάση τα παιδιά και να γνωρίσουνε τα ζητήματα του σχολείου και της ανατροφής, γιατί ξέρουνε πως απ’ αυτά κρέμεται το μέλλον της φυλής τους. Γι’ αυτούς τον αποφασιστικό σκοπό που έχει το σχολείο, είναι να φυτέψη στην ψυχή των παιδιών τη φιλοπατρία και την πίστη πως η φυλή τους είναι δοξασμένη σ’ όλον τον κόσμο. Όλοι οι μαθητές μαθαίνουνε τ’ αρχαία ελληνικά και διαβάζουνε τους κλασσικούς συγγραφείς για να μάθουνε το μεγαλείο και τη δόξα των προγόνων τους που στάθηκαν οι παιδαγωγοί σ’ όλον τον κόσμο (…) Δεν υπάρχει θυσία που να μην την κάνουνε οι κοινότητες για τα σχολεία που είναι η ελπίδα του έθνους. Αλλά κι οι ιδιώτες χτίζουνε σχολεία όσο είναι ζωντανοί, και στις διαθήκες τους δεν ξεχνάνε ποτέ την εκπαίδευση”
Ο Deschamps γράφει: “Από αιώνες οι Έλληνες αγωνίζονται να διατηρήσουνε τις παραδόσεις τους με τα σχολεία, καθώς και να φυτέψουν στις ψυχές των νέων την ελπίδα πως κάποτε θα ξαναγεννηθή ο Ελληνισμός. Οι Πατριάρχες διατηρούσανε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Οι επαρχίες είχανε τα σχολεία τους”
(NovoScriptorium: Οι Ρωμηοί εκείνων των χρόνων λοιπόν αγωνίζοντο με κάθε τρόπο και θυσία για να υπάρχουν σχολεία, Παιδεία δηλαδή οργανωμένη, ώστε το μέλλον του Γένους να είναι καλύτερο. Είναι ξεκάθαρο ότι μιλάμε για μαζική στάση ζωής και όχι μεμονωμένη κάποιων λίγων. Είναι φανερό πως δεν περίμεναν από κάποιο ‘κράτος’ να τους βοηθήσει να διδάξουν στα παιδιά τους την Παράδοση αλλά και τις σύγχρονες γνώσεις. 100% ιδιωτική πρωτοβουλία, είτε μιας κοινότητας είτε ενός εύπορου Οίκου. Η τακτική αυτή μας δείχνει τον δρόμο και για την σημερινή κατάσταση. Αν βεβαίως γίνεται αντιληπτό πως το υποτιθέμενο ‘δικό μας κράτος’, ανεξαρτήτως των λόγων που αυτό συμβαίνει, όχι μόνο δεν διδάσκει και καλλιεργεί την δική μας Παράδοση όπως πρέπει, μάλλον δε την υβρίζει και αντικαθιστά με άλλες δοξασίες. Αν δεν οργανωθεί ένα παράλληλο δίκτυο Παιδείας υποστηριζόμενο οργανωτικώς και οικονομικώς από τον Παγκόσμιο Ελληνισμό, ειλικρινώς πιστεύουμε πως το Γένος δεν έχει σχεδόν καμμία ελπίδα ζωής ή ανάκαμψης στις επόμενες δεκαετίες)
Ο Krumbacher γράφει: “Το ότι όλοι οι Έλληνες αγαπούνε στο έπακρο τα γράμματα, πρέπει να το παραδεχθούνε ακόμα κι οι εχθροί τους κι οι συκοφάντες τους”
O Deschamps γράφει πως όταν πήγε στη Σπάρτη της Πισιδίας, οι τουρκόφωνοι Έλληνες κοκκινήσανε από τη ντροπή τους, γιατί δεν μιλούσανε ελληνικά. Ένας απ’ αυτούς του είπε “λυπούμαστε που δεν ξέρουμε την ελληνική γλώσσα και γι’ αυτό κοκκινίζουμε”. Σαν πήγε στο σχολείο, είδε με απορία του πως πολλοί από τους μαθητές είχανε γένεια και μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς ήταν γέροι, πατεράδες και παππούδες, που θέλανε να μάθουνε, ας ήταν και μονάχα τ’ αλφάβητο μαζί με τα εγγόνια τους! “Ένα θέαμα αληθινά θαυμαστό”, γράφει, “που κάνει τον επισκέπτη να έχη μεγάλες ελπίδες γι’ αυτούς τους τίμιους ανθρώπους, που δείχνουνε τέτοια αφοσίωση στη γλώσσα των προγόνων τους”.
(NovoScriptorium: Πραγματικά συγκινούν έντονα οι παραπάνω περιγραφές. Μεγάλο πλήθος Ρωμηών εξαναγκάστηκε να απωλέσει την γλώσσα του στο διάβα του χρόνου. Παρ’ όλες δε τις πιέσεις, κατάφερε να μην απωλέσει την συνείδηση της Ρωμηοσύνης του. Και μόλις λίγο ένιωσε να πατά λίγο πιο στιβαρά στα πόδια του, αμέσως αναζήτησε την Παράδοσή του πιο βαθιά και με μεγάλη δίψα. Μιλάμε για αιώνες ολόκληρους υπό σκλαβιά, μάλιστα δε φανατικών αλλοδόξων, εναντίων της πίστεώς του. Αλλά για τους λόγους που διαπιστώσαμε πιο πάνω, ο Ρωμηός δεν παραδόθηκε ποτέ. Συνέχισε να σηκώνει το Σταυρό του με υπομονή και Πίστη στην Ανάσταση. Και κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο να δημιουργεί τα δικά του Ιδρύματα και Παιδευτήρια. Και να ελπίζει βάσιμα σε ένα ακόμα καλύτερο μέλλον. Η γλώσσα είναι ένα από τα ‘πυρηνικά’ στοιχεία κάθε ανθρωπίνου Πολιτισμού. Ακόμη δε περισσότερο αυτό ισχύει για τον Ελληνικό-Ρωμαίικο Πολιτισμό. Η σύγκριση με την εποχή μας, για άλλη μια φορά, μας γεμίζει με θλίψη. Έχουμε πια έναν λαό που μιλώντας κακοποιεί την γλώσσα του καθημερινά, που έχει καταντήσει σε τέτοιο επίπεδο αμάθειας που δεν κατανοεί τι ακούει -αν και όταν πηγαίνει- στις Εκκλησίες του, που δεν δύναται να διαβάσει κείμενα προγόνων του μόλις τρεις ή τέσσερις γενιές πριν και να τα κατανοήσει. Και ούτε λόγος για κείμενα γραμμένα πριν αιώνες. Η θλίψη μεγαλώνει όταν σκεφτούμε την ‘λατινικοποίηση’ της γλώσσας μας, τα λεγόμενα greeklish των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κλπ.)
Ο Schweinitz γράφει πως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο οι τουρκόγλωσσοι Έλληνες νοιώσανε καλά την καταγωγή τους, και σιγά-σιγά αναφτερώθηκε το εθνικό φρόνημά τους, προπάντων από τα 1880.
Ο Εγγλέζος Συνταγματάρχης Wilson δημοσίεψε μεγάλη έκθεση στην ‘Ασιατική Επιθεώρηση’ του Λονδίνου, κι εκεί μιλά για την μεγάλη πρόοδο που είδε στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τόσο, ώστε να βεβαιώνη πως, αν βαστούσε έτσι η κατάσταση, μέσα σε 50 χρόνια οι Έλληνες θα κάνανε ένα δυνατό κράτος στην Ασία.
(NovoScriptorium: Δίχως να προβούμε εδώ σε μακροσκελή ανάλυση, δηλώνουμε πεπεισμένοι πως οι λεγόμενες ‘Μεγάλες Δυνάμεις‘, γνωρίζοντας την κατάσταση στην Μικρά Ασία, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω, ενορχήστρωσαν ένα -κοινό- σχέδιο εξόντωσης και περιορισμού της Ρωμηοσύνης σε όλη την Ανατολή. Συνεργάστηκαν τόσο μεταξύ τους (Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί) όσο και με τους Κεμαλικούς για τον λόγο αυτό. Σε αυτό το μεγάλο σχέδιο συμμετείχαν συν τω χρόνω εναντίον των Ρωμηών κι άλλοι λαοί, όπως οι Βούλγαροι (βλέπε Γενοκτονία Ρωμηών της Θράκης – απόπειρα Βουλγαροποίησης της Μακεδονίας) αλλά και οι Σοβιετικοί Ρώσσοι. Το σχέδιο συνεχίστηκε και στα αποικιακά και μετα-αποικιακά ‘αραβικά’ κράτη, με την ‘αραβοποίηση’ των εκεί, αραβοφώνων, Ρωμηών. Ολοκληρώθηκε (;) με τους διωγμούς των Ρωμηών από την Αίγυπτο, την Πόλη, την Ίμβρο, την Τένεδο και την Κατοχή στην Κύπρο. Όσοι δε Ρωμηοί είχαν απομείνει, παρ’ όλα αυτά, στην πάλαι ποτέ Ρωμαϊκή Ανατολή διώχτηκαν ανελέητα από το λεγόμενο ‘Ισλαμικό Κράτος’. Σήμερα οι μόνοι θύλακες Ρωμηών της Ανατολής βρίσκονται στο Λίβανο, λιγότερο στη Συρία, ακόμη λιγότερο στην Ιορδανία, και σε ένα άγνωστο ποσοστό στη σύγχρονη Τουρκία. Ο Ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, όντας ο ισχυρότερος πολιτισμικός και οικονομικός παράγων της περιοχής στις αρχές του 20ου αιώνα, με ερείσματα σε όλες σχεδόν τις χώρες της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας του, έδειχνε ξεκάθαρα πως σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα μπορούσε να αποτελέσει -ξανά- την ηγετική δύναμη στην Ανατολή. Αυτό οι Δυτικοί ‘φίλοι’ μας δεν μπορούσαν να το επιτρέψουν φυσικά. Και συνεργάστηκαν με όλους τους εχθρούς μας για να μας αφανίσουν από ανταγωνιστές σε μια νευραλγική και πλούσια συνάμα περιοχή του πλανήτη. Και νομίζουμε ότι το κατόρθωσαν. Επειδή όμως αγαπούμε την Αλήθεια πρέπει να καταθέσουμε εξίσου πως οι κατά καιρούς ηγέτες των Ρωμηών-Ελλήνων, όσο και ο ίδιος ο λαός, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά, απεδείχθησαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις -και αποδείξεις- ακόμη και για ξεκάθαρη προδοσία κάποιων ηγεσιών, με τις αιτιολογήσεις να ποικίλλουν. Στον δε λαό μας μπορούμε να δώσουμε το εξής ελαφρυντικό: δεν πρόλαβε -μόλις που είχε ξεκινήσει η ‘μαζική’ προσπάθεια- να στερεώσει μία γενεά μορφωμένων ανθρώπων και, αφελώς, ξεγελάστηκε, σχετικά εύκολα, από ξένους και ντόπιους, αφήνοντας να τον οδηγήσουν στον όλεθρο)
O Recius έγραψε πως οι Έλληνες πληθαίνανε και προοδεύανε σε πλούτη και σε δύναμη, και πως μ’ όλο που ήταν το 1/5 του πληθυσμού, οι μισοί μαθητές ήτανε Έλληνες.
Και καταλήγει ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου:
“Όλοι οι Έλληνες, σε κάθε χώρα, αγαπούνε τη θρησκεία τους. Οι Μικρασιάτες όμως την αγαπούνε ακόμα περισσότερο. Η Μικρά Ασία ήταν Βυζάντιο. Οι εκκλησίες ήτανε ακαταμέτρητες. Κι όλοι, μικροί μεγάλοι, ακόμα κι οι γυναίκες ξέρανε να ψέλνουνε. Η παράδοση ήτανε ολοζώντανη στις καρδιές τους. Κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, πλήθος χριστιανοί μαρτυρήσανε και αγιάσανε. Είναι γραμμένοι σ’ ένα βιβλίο λεγόμενο Νέον Μαρτυρολόγιον. Για τους Έλληνες η θρησκεία είναι τόσο σπουδαία όσο σε κανέναν άλλο λαό. Θρησκεία και πατρίδα είναι μαζί. Όσο είχε πίστη ο Έλληνας, οι διάφορες προπαγάνδες δεν κάνανε τίποτα. Τώρα μονάχα που μπήκε η απιστία σε πολλές ελληνικές ψυχές, κι ο υλισμός κι η καλοπέραση καταστρέψανε την πνευματική ευαισθησία τους, τώρα οι διάφορες προπαγάνδες απλώσανε στο έθνος μας
(NovoScriptorium: Για τον Ρωμηό θρησκεία και πατρίδα είναι μαζί. Και όσο αυτά τα κρατούσε γερά, καμμία προπαγάνδα ξένη δεν μπορούσε να στεριώσει ανάμεσα στο Γένος. Τα λόγια αυτά, που γράφτηκαν το 1956, θαρρείς και οι εχθροί μας τα διάβασαν, τα πίστεψαν και τα ‘αξιοποίησαν’ εκ του αντιθέτου, πείθοντας τον νεο-Έλληνα να απαρνηθεί, κατ’ ουσίαν, τόσο την Πίστη όσο και την Πατρίδα του, να απαρνηθεί δηλαδή την Ρωμηοσύνη του, δηλαδή την ταυτότητά του εδώ και 1600-1700 χρόνια. Είναι αυτονόητο πως εφόσον τούτο συνεχιστεί δεν δύναται να υπάρξει οποιοδήποτε μέλλον για το Γένος)
Σαν χριστιανός, ποθώ να βλέπω να ζούνε σαν αδέλφια όλοι οι άνθρωποι, να μην εχθρεύονται ο ένας τον άλλον. Οι Έλληνες κι οι Τούρκοι ζήσανε αιώνες ο ένας κοντά στον άλλον. Αν δεν κάνω λάθος, οι Έλληνες είναι πιο βολικοί για μια τέτοια ειρηνική ζωή. Δεν το λέγω επειδή είμαι Έλληνας, αλλά γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Ο φλογερός πατριωτισμός που έχουμε, δεν εκφυλίζεται ποτέ σε σιχαμερό σωβινισμό. Κι ούτε εχθρεύονται οι Έλληνες τους ξένους, μάλιστα τους αγαπάνε τόσο, που το παρακάνουνε. Οι αιχμάλωτοι που πιάσανε στους πολέμους, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Τούρκοι, οι ίδιοι μαρτυρούνε πως ο Έλληνας είναι μεγαλόψυχος στους εχθρούς του, και πως ξεχνά γρήγορα το κακό που του έκανε ένας άλλος. Οι Εβραίοι που κακοπαθήσανε και μαρτυρήσανε σε άλλες χώρες, στην Ελλάδα ζήσανε και ζούνε σαν νά’ ναι στον τόπο τους κι αυτό το λένε με ευγνωμοσύνη. Το ίδιο κι οι Αρμένηδες. Και τούτο το φαινόμενο έχει μεγαλύτερη σημασία, αν συλλογισθή κανένας τα στενά σύνορά μας και τη φτώχεια μας, σε καιρό που άλλες χώρες πλούσιες και απέραντες δεν χωνεύουνε το ξένο που πάτησε στο χώμα τους. Σε καμμιά χώρα ο ξένος, όποιος κι αν είναι, δεν ζη με τόση ελευθερία και τόσο ευχάριστα, όσο στην Ελλάδα, στη μικρή, στη φτωχή και στη χιλιοαδικημένη την Ελλάδα.
(NovoScriptorium: Προσυπογράφουμε τα λόγια του μεγάλου ανδρός. Ο Ρωμηός δεν μπορεί να είναι σωβινιστής ή ‘ρατσιστής’ -με την έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη. Έχει μεγάλη αγάπη και ανοχή για όλους τους ανθρώπους, τιμά όμως πρωτίστως το Γένος και την Παράδοσή του. Κι ενώ είναι προσηλωμένος σε αυτήν, πάντοτε βρίσκεται σε διαλεκτική με τις άλλες Παραδόσεις και Πολιτισμούς, ενστερνιζόμενος όσα καλά ή όμορφα εκείνων. Πολεμάει, αν χρειαστεί, μόνο για να διατηρήσει την ιδιοπροσωπία του, συναισθανόμενος το βάρος του να αποτελεί κληρονόμο μιας τέτοιας Παράδοσης ανάμεσα στους ανθρώπους της Γης. Υποδέχεται με χαρά όσους ‘ξένους’ αποφασίζουν να ζήσουν Ρωμαίικα. Αδικήθηκε και αδικείται σχεδόν από όλους. Το κύριο ζήτημα όμως είναι να πάψει να αδικεί τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό θα ήταν μια καλή όσο και απαραίτητη αρχή στην πορεία προς ένα καλύτερο μέλλον)
(Πηγή: ‘Τότε‘, Ιστορική επιθεώρηση, Τεύχος 43, Σελ. 33-40)
Leave a Reply