Παρουσιάζουμε εδώ εκτεταμένα αποσπάσματα της εξαιρετικής ομότιτλης εργασίας της κυρίας Αμαλίας Κ. Ηλιάδη.
…οι βυζαντινές αρχόντισσες…φλέγονταν από ανησυχίες που κόχλαζαν εντός τους κι επεδίωκαν με πάθος να συμμετάσχουν στην πολιτική σκακιέρα, να διαπρέψουν στα
γράμματα, να διαδώσουν τον πολιτισμό του Βυζαντίου.
Η ζωή μιας σπουδαίας γυναίκας του βυζαντίου, της Άννας της Κομνηνής της Πορφυρογέννητης πριγκίπισσας, είναι ενδεικτική αυτού του πάθους για εξουσία και μόρφωση. Ο συγκινητικός της θάνατος επιστεγάζει μια ζωή γεμάτη ένταση και σφοδρές αντιφάσεις: Η πορφυρογέννητη Άννα ήταν μια γυναίκα επαναστάτρια για την εποχή της. Για να πετύχει τους σκοπούς της δε χρησιμοποίησε γυναικεία “όπλα”(γοητεία, πονηριά), αλλά καθαρά αντρικά “μέσα”(δύναμη, τόλμη, επιμονή). Ίσως και να ήταν η πρώτη φεμινίστρια στα χρονικά της ανθρωπότητας…
…Στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα, ο θεσμός της οικογένειας ενισχύθηκε, ξεκινώντας απ’ τον ίδιο τον αυτοκράτορα, που συγκέντρωσε την εξουσία γύρω από την οικογένειά του. Υπήρχαν όροι οικογενειακής τιμής και αρετής και το να είσαι μέλος της οικογένειας των Κομνηνών απαιτούσε συγκεκριμένες ηθικές αρχές. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ενισχύθηκε και ο ρόλος των γυναικών μέσα στην οικογένεια, κυρίως στις ανώτερες τάξεις. Αν και οι οικογένειες παρέμειναν πατριαρχικές οι γυναίκες προέβαλαν έναν πιο δυναμικό ρόλο, καθώς πολλές φαίνεται ότι απέκτησαν σημαντική μόρφωση και
εμφανίστηκαν δραστήριες ακόμη και στην πολιτική ζωή. Σε σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες της κομνήνειας εποχής αναδείχτηκαν η ‘Άννα Δαλασσηνή, μητέρα του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλέξιου Α΄.
…Η περίπτωση, βέβαια, της Άννας της Κομνηνής αποτελεί εξαιρετικό δείγμα μορφωμένης βυζαντινής της ανώτατης αριστοκρατίας, καθώς τα κορίτσια της κοινωνικής της τάξης μορφώνονταν στο σπίτι- και στα περισσότερα παρείχαν πολύ καλή μόρφωση. Τα κορίτσια του Βυζαντίου, σύμφωνα με τον Steven Runciman, είχαν πολλές φορές καλύτερη παιδεία από τα αγόρια διότι απολάμβαναν περισσότερη ιδιωτική προσοχή.
…Είναι γεγονός πως πολλές απ΄ τις αρχοντικής καταγωγής κυρίες του Βυζαντίου «εξετέθησαν» στην πολιτική και αναμείχτηκαν ενεργά στα πολιτικά δρώμενα της εποχής τους με αποτέλεσμα ν’ αφήσουν στις κατοπινές γυναίκες μια σοβαρή κληρονομιά τριβής με τα κοινά. Μάλιστα, κάποιες απ’ τις βυζαντινές αυτοκρατόρισσες έφταναν στο να δολοφονήσουν τα ίδια τους τα παιδιά, προκειμένου να μην τους πάρουν την εξουσία. Άλλες βυζαντινές αρχόντισσες έλαμψαν δια της παρασκηνιακής τους παρουσίας.
Οπωσδήποτε και κατά κοινή ομολογία των μελετητών του θέματος, η θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο ήταν πολύ καλύτερη απ’ αυτή στην αρχαία Ελλάδα. Στο Βυζάντιο υπήρξαν γυναίκες αυτοκράτειρες, γυναίκες-ηγετικές μορφές, γυναίκες ιατροί: απ΄τους πρώτους αιώνες της ζωής του ως το 1453, σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, καταγράφονται υπηρεσίες παροχής κοινωνικής πρόνοιας και περίθαλψης, στη λειτουργία των οποίων σπουδαίο ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες: τρανό παράδειγμα, το νοσοκομείο του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα, στο οποίο υπήρχε μια γυναίκα γιατρός, τέσσερις γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί και δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί τους. Επιπροσθέτως, οι γυναίκες του Βυζαντίου δε θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα του κράτους απλά επειδή ήταν γυναίκες.
Τέσσερις αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους-δίχως να έχουν σύζυγο-χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Η Ζωή(914-919), η Ειρήνη(797-802), οι Θεοδώρα και Ζωή(1042), η Θεοδώρα(1054-1056). Σύμφωνα με την άποψη του εξαίρετου βυζαντινολόγου Steven Runciman, «συνταγματικός φραγμός στην ανάληψη της ύπατης εξουσίας από γυναίκα στο Βυζάντιο δεν υπήρχε. Και στο τέλος, αιτία της πτώσης της Ειρήνης ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτών των γυναικών δε θεωρήθηκαν παράνομες».(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78). Και βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και τις γυναίκες που ουσιαστικά κυβερνούσαν το κράτος, έχοντας κάποιον άνδρα ως ανδρείκελο στο προσκήνιο, για λόγους ανωτέρας βίας ή «δημοσίων σχέσεων». Η κατάσταση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, μ’ όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματά της…ήταν ομολογουμένως υποφερτή, σε σχέση μ’ αυτή της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Χριστιανισμός, σ’ αυτή τη σχετική αναβάθμιση έπαιξε το ρόλο του: ανέδειξε τη γυναίκα και την απελευθέρωσε απ’ τον αρχαίο, ειδωλολατρικό φαλοκρατισμό.
…Όσο κι αν οι παραπάνω περιπτώσεις αρχοντισσών και γυναικών της ανώτατης αριστοκρατίας υποδεικνύουν μια αναβαθμισμένη θέση των γυναικών στη βυζαντινή κοινωνία, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός πως οι ευρύτερες μάζες των γυναικών ήταν παραγκωνισμένες απ’ το προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής δράσης της εποχής τους.
…Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες.
…Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των
ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και κυρίως κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.
Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού-ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση.(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.
…Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να
τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση) για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους…
…Σ’ όλη την κοινωνική κλίμακα του Βυζαντίου η σύζυγος είναι πριν απ’ όλα η κυρία του σπιτιού και ύστερα, αν παραμένει ακόμη έστω και λίγο ωραία και νέα, είναι η ερωμένη…
…Η αποκρυστάλλωση της πυρηνικής οικογένειας που είχε ολοκληρωθεί ήδη τον 9ο αιώνα, άλλαξε ριζικά τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Την περίοδο της Εικονομαχίας οι γυναίκες συμμετείχαν ακόμη ενεργά στα κοινά, εμπλέκονταν μάλιστα ενεργά στη διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων. Δεν είναι τυχαίο ότι η αποκατάσταση των εικόνων προωθήθηκε από δύο γυναίκες, τις αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοδώρα. Στον Βίο του Αντωνίου του Νέου υπάρχει μια πολύτιμη λεπτομέρεια, που δείχνει ότι η δραστηριότητα των γυναικών δεν περιοριζόταν στις θρησκευτικές διαμάχες: όταν ο αραβικός στόλος, γύρω στο 825, επιτέθηκε στην Αττάλεια, ο κυβερνήτης της πόλης συγκέντρωσε στα τείχη όχι μόνο άνδρες αλλά και νεαρές γυναίκες ντυμένες με ανδρικά ρούχα…
…Η παραδοσιακή εικόνα της βυζαντινής πατριαρχικής, πυρηνικής οικογένειας σκιαγραφείται από τον Κεκαυμένο. Η οικογένεια είναι αυτοδύναμη οντότητα, περιστοιχισμένη από ένα αόρατο τείχος που τη χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Οποιοσδήποτε δεν είναι στενά δεμένος μαζί της, έστω και φίλος, μπορεί, εισχωρώντας στον εσωτερικό αυτό κύκλο, να ξελογιάσει τις γυναίκες, να μάθει τα οικογενειακά μυστικά και γενικά να διαταράξει την οικογενειακή τάξη. Μια καλή σύζυγος,
προσθέτει ο Κεκαυμένος, είναι η μισή ζωή, η υπόσχεση για μια καλή τύχη. Οι σύζυγοι πρέπει να είναι πιστοί και να αποφεύγουν τον δεύτερο γάμο όταν χηρεύουν. Η ανατροφή των παιδιών αντιμετωπίζεται επίσης με μεγάλη σοβαρότητα. Τα παιδιά οφείλουν να φοβούνται και να σέβονται τον αρχηγό της οικογένειας, αλλά αυτή η στάση πρέπει να είναι απόρροια καλής ανατροφής και όχι τιμωρίας και ξυλοδαρμού. Τα ανύπαντρα κορίτσια δεν επιτρέπεται, βέβαια, να εκτίθενται στο βλέμμα των ανδρών που δεν είναι συγγενείς. Αυτός ο περιορισμός των γυναικών, συζύγων και θυγατέρων, προκύπτει έμμεσα και από άλλα κείμενα της εποχής…
…Για την κοινωνική και προσωπική ζωή της μέσης και κατώτερης βυζαντινής ίσχυαν τα ακόλουθα: όταν η βυζαντινή κόρη συμπλήρωνε τα 12 της χρόνια, οι γονείς της δια μέσου συγγενικών ή φιλικών προσώπων, των προξενητών, αναζητούσαν ως σύζυγο κάποιο νέο που να είχε συμπληρώσει τουλάχιστον τα 14 του χρόνια. Αυτό βέβαια δεν απέκλειε τον έρωτα, που δεν ήταν σπάνιος στο Βυζάντιο. Ο αρραβώνας, που η διάρκειά του δεν υπερέβαινε τα δύο χρόνια, ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, με επισημότητα σχεδόν θρησκευτική και επικύρωση με γραπτό συμβόλαιο. Πριν από το γάμο υπογραφόταν ένα άλλο συμβόλαιο, στο οποίο οριζόταν η προίκα της νύφης και τα δώρα του γαμπρού. Τη νύφη οδηγούσε στην εκκλησία ο μελλόνυμφος, αφού ως επικεφαλής πομπής την παραλάμβανε από το πατρικό της σπίτι. Μετά τη γαμήλια τελετή ακολουθούσε επίσημο δείπνο. Η νομοθεσία του κράτους, παρά την αντίθετη γνώμη της εκκλησίας, αναγνώριζε το δικαίωμα διαζυγίου, όταν το επιθυμούσαν και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Το δεύτερο γάμο αποδοκίμαζε η εκκλησία, αλλά δεν τον απαγόρευε η Πολιτεία. Ο τρίτος γάμος προκαλούσε αυστηρές κυρώσεις, ενώ ο τέταρτος επέφερε συνήθως τον αφορισμό από την Εκκλησία. Πρώτος απ’ τους χριστιανούς αυτοκράτορες, ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το 331 τον ακόλουθο νόμο περί διαζυγίου: «Όταν μια γυναίκα στείλει αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνώνται μόνο οι ακόλουθες κατηγορίες: υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτός είναι φονιάς, μάγος ή τυμβωρύχος; Αν ναι, τότε αυτή η γυναίκα θα πρέπει να επαινείται και να ανακτά όλη την προίκα της. Αν όμως έχει στείλει αναγγελία διαζυγίου για λόγους ανεξάρτητους από αυτές τις τρεις κατηγορίες, θα πρέπει να αφήσει ακόμη και την τελευταία της φουρκέτα στο σπίτι του συζύγου της και να εκτοπισθεί σε κάποιο νησί για τη μεγάλη της έπαρση. Αν οι άνδρες στείλουν αναγγελία διαζυγίου, θα πρέπει να ερευνηθούν οι εξής τρεις κατηγορίες: επιθυμούν να αποκηρύξουν μια μοιχαλίδα, μάγισσα ή μαστροπό; Αν κάποιος άνδρας διώξει τη σύζυγό του η οποία δεν έχει αποδεδειγμένα σχέση μ’ αυτές τις κατηγορίες, θα πρέπει να της επιστρέψει όλη την προίκα και ο ίδιος να μην ξαναπαντρευτεί. Αν πράγματι πράξει κάτι τέτοιο, επιτρέπεται στην τέως σύζυγο να εισέλθει στο σπίτι του και να μεταβιβάσει στον εαυτό της όλη την προίκα της δεύτερης συζύγου, ως αποζημίωση για τη ζημιά που υπέστη»( G. Clarck, Oι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα, σ.52).
…Η γυναικεία, όμως, ιερή μορφή που ενσαρκώνει και συμπυκνώνει τις θετικές και επαινετές ιδιότητες της, κατά τα άλλα, αδύναμης και ατελούς γυναικείας φύσης, είναι, για το σύνολο της βυζαντινής κοινωνίας, η Παναγία. Αυτή, με την τελειότητα, παρθενικότητα, τρυφερότητα και φιλανθρωπία της, αποτελεί την άλλη, θετική όψη του νομίσματος: είναι το αντίβαρο της Εύας που με την ευπιστία της έβλαψε την ανθρωπότητα. Εύα λοιπόν και Παναγία συναποτελούν για το βυζαντινό ιδεολογικό σύμπαν το γυναικείο αίνιγμα…
…Η Παναγία, εξ αιτίας της συσχετίσεώς της με πολεμικά γεγονότα κατά τη βυζαντινή περίοδο, έλαβε και την χαρακτηριστική προσωνυμία «Παναγία της Νίκης» ή «Νικοποιός».
Από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, η Θεοτόκος αναδεικνύεται η Προστάτιδα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ήδη επί των Αυτοκρατόρων Μαυρικίου, Φωκά, Ηρακλείου, η Θεοτόκος εικονιζόταν σε σφραγίδες και νομίσματα του Κράτους, στη θέση της Θεάς Νίκης. Και όπως η Νίκη κρατούσε ασπίδα, έτσι περίπου και η Παναγία, σε ασπιδοειδή δίσκο έφερε τον Χριστό, που ήταν και ο κατ’ εξοχήν χορηγός της νίκης…
…Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι η Κωνσταντινούπολη, ήταν αφιερωμένη στην Παναγία. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των Ναών, των Μονών και των Προσκυνημάτων που υπήρχαν εκεί προς τιμήν της. Το ίδιο ομολογούν και οι πολλές θαυματουργές εικόνες της Παναγίας που εφυλάσσοντο στην Πόλη. Στην Κωνσταντινούπολη είχε γίνει, λοιπόν, συνείδηση όλων, ότι η Παναγία ήταν η μεγάλη Προστάτιδά τους. Θεωρούσαν μεγάλη ευλογία το ότι φυλάσσονταν στη Βασιλεύουσα, μεταφερμένα από τα Ιεροσόλυμα, το Μαφόριο (η Σκέπη) και η Ζώνη της Θεοτόκου. Έτσι στις δύσκολες στιγμές των πολέμων κατέφευγαν στη βοήθεια και Σκέπη της Παναγίας…
Καθ’ όλη τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων η γυναικεία δράση και παρουσία σε εκκλησία και κοινωνία υπήρξε συνεχής. Βέβαια, κατά εποχές, το μοναχικό και ακραιφνές συντηρητικό πνεύμα την περιόριζε, αλλά αυτή έβρισκε πάντα γόνιμο έδαφος για καρποφορία, συμβολή στις εξελίξεις και πρωτοβουλίες παντοειδείς. Τα βυζαντινά γυναικεία μοναστήρια ιδιαίτερα διακρίθηκαν για την εξάσκηση έργων φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας. Περιέθαλπαν φτωχές γυναίκες, παρείχαν σε άπορες γνώσεις και απασχόληση στην υφαντική και πλεκτική τέχνη, ώστε με τα είδη που κατασκευάζονταν να ντύνονται τα ορφανά των πτωχοκομείων και ορφανοτροφείων, τα οποία βρίσκονταν συνήθως κοντά σε μοναστήρια. Μάλιστα σε πολλά απ’ αυτά υπήρχε εργοδότρια αδελφή. Πολλές απ’ τις γυναίκες μοναχές είχαν ιατρικές και φαρμακευτικές γνώσεις και περιέθαλπαν ασθενείς γυναίκες. Εξάλλου στα ορφανοτροφεία οι μικρές τρόφιμες εκπαιδεύονταν συνήθως από γυναίκες μοναχές. Οι αδελφές επέβλεπαν τα μικρά κορίτσια στην εκμάθηση της υφαντικής, της κεντητικής, της μουσικής κι άλλων χρήσιμων πρακτικά τεχνών. Στα μοναστήρια υπήρχαν δύο κιβώτια, ο σκοπός των οποίων φαίνεται απ’ τις επιγραφές τους: στο ένα αναγράφεται η φράση «εις αιχμαλώτων ανάρρυσιν» και στο άλλο «εις πενήτων διατροφήν». Με τα χρήματα που συλλέγονταν σ’ αυτά περιθάλπονταν οι πάσχοντες και εξαγοράζονταν οι αιχμάλωτοι από τους πειρατές που λυμαίνονταν τις θάλασσες της Μεσογείου και απ’ τους βαρβάρους που διενεργούσαν
επιδρομές. Μοναχές «λουτράρισσες» πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, σαπουνίζοντας και
σφουγγίζοντας με τα «σπαρτία» (τζίβες) τις απελευθερωμένες αιχμάλωτες και οδηγώντας τες σε αναπαυτικές κλίνες.
Έρευνα-Αποδελτίωση: Αναστάσιος Φιλόπονος
Leave a Reply