“Πόσο μεγάλος είναι ο αγώνας να σπάσει ο άνθρωπος τον γερό αυτό δεσμό και να ελευθερωθεί από τη λατρεία της ύλης και να αποκτήσει την έξη των καλών! Χρειάζεται πράγματι γενναία και ανδρεία ψυχή για να ξεμακρύνει από την ύλη. Εκείνο που φροντίζομε δεν είναι μόνο η κάθαρση από τα πάθη, γιατί αυτό δεν είναι κυρίως αρετή, αλλά προπαρασκευή αρετής. Χρειάζεται εκτός από την κάθαρση των κακών συνηθειών, και η απόκτηση των αρετών. Κάθαρση της ψυχής είναι, για μεν το λογιστικό μέρος της, η απαλλαγή και τέλεια εξάλειψη των γήινων και ασταθών στοιχείων, εννοώ των βιοτικών φροντίδων και θορύβων και κακών κλίσεων, δηλαδή των αμαρτωλών συνηθειών για δε το επιθυμητικό, το να μη κινείται καθόλου προς την ύλη, μήτε να αποβλέπει στην αίσθηση, αλλά να είναι πειθήνιο στο λογικό. για το θυμικό, ακολούθως, το να μην ταράζεται ποτέ για όσα συμβαίνουν.Μετά την κάθαρση αυτή και τη νέκρωση η διόρθωση των χειρότερων δυνάμεων, χρειάζεται και η ανάβαση και η θέωση. Γιατί πρέπει, αφού αφήσει κανείς το κακό, να πράξει το αγαθό (Ψαλμ. 33, 15), κι ακόμη να απαρνηθεί πρώτα τον εαυτό του και αφού σηκώσει το σταυρό του, να ακολουθεί τον Κύριο (Ματθ. 16, 24) προς την υπέρτατη κατάσταση της θεώσεως.
Ποια είναι η ανάβαση και η θέωση; Για το νου, η τελειότατη γνώση των όντων και Εκείνου που είναι πάνω από τα όντα, όσο αυτό είναι εφικτό στην ανθρώπινη φύση. Για τη βούληση, η ολοκληρωτική και συνεχής τάση και κίνηση προς το Πρώτο Καλό. Για το θυμικό, η πολύ δραστήρια και πολύ πρακτική κίνηση προς το ποθητό, η ακούραστη και ανυποχώρητη, που δεν την ανακόπτει καμιά δυσκολία που παρουσιάζεται, αλλά προχωρεί παράφορα και χωρίς επιστροφή. Τόσο πιο σφοδρή πρέπει να είναι η προς τα καλά κίνηση της ψυχής, από την κίνηση προς τα κακά, όσο ανώτερα είναι τα νοητά κάλλη από τα αισθητά. Και τόσο μόνο να ενδιαφέρεται για τη σάρκα, όσο φτάνει για τη συντήρησή της και τον πορισμό των αναγκαίων για την ύπαρξη, ώστε να μην καταστραφεί βίαια το ζωντανό σώμα. Αυτά να τα αποφασίσει κανείς είναι ευκολότατο· να τα πράξει όμως, πολύ πιο κοπιαστικό. Γιατί δεν ξεριζώνονται χωρίς κόπο οι δυσκολοκίνητες εκείνες έξεις της ψυχής, ούτε βέβαια η απόκτηση της γνώσεως γίνεται χωρίς ιδρώτα. Αλλά και το να
ατενίζει κανείς και να τείνει διαρκώς προς την μακάρια θεία φύση, κατορθώνεται με πολλούς κόπους και σε πολύ χρόνο, μέχρις ότου να συνηθίσει η βούληση να ακολουθεί αυτή την τάση. Και χρειάζεται πολλή αντίσταση του νου στην αίσθηση που τον τραβά προς τα κάτω, και αυτή είναι η πάλη και η μάχη προς το σώμα, η οποία δεν έχει διάλειμμα ως το θάνατο, και αν ακόμη φαίνεται ότι λιγόστεψε από το μαρασμό του θυμού και της επιθυμίας και την υποδούλωση της αισθήσεως στην υπέρτερη γνώση του νου.
(…) Η γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση. Και η δεύτερη θα γίνει φανερή από την πρώτη. Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις, όσο δηλαδή είναι εφικτό στην ψυχή που είναι δεμένη με την ύλη. Γιατί όπως έχει λεχθεί στα περί αισθήσεως και φαντασίας και νου, αμβλύνεται η ενέργεια του νου λόγω της ενώσεως και αναμίξεως με το σώμα. Ένεκα τούτου δεν μπορεί να έρθει σ’ επαφή με τα νοερά, αλλά για να νοήσει έχει ανάγκη από τη φαντασία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι εικονιστικός και ανήκει στην υλική διάσταση και την πυκνή υφή. Χρειάζονται λοιπόν στο νου που είναι μέσα σε σώμα, ανάλογες εικόνες για να μπορέσει να τα εννοήσει αυτά. Όση λοιπόν γνώση λάβει ένας τέτοιος νους με τη μέθοδο τη φυσική, που του είναι οικεία, αυτή τη γνώση τη
λέμε φυσική. Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη, όταν δηλαδή τα νοούμενα υπερβαίνουν τις δυνατότητες του νου που είναι ενωμένος με σώμα, ώστε να είναι γνώση που αρμόζει σε νου χωρίς σώμα. Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα.”
Leave a Reply