Ο άνθρωπος που λέει «εγώ δεν κάνω λάθη» είναι άνθρωπος που έχει δαιμόνιο μέσα του! Το λέω υπεύθυνα και σοβαρά και να το ξέρετε.
Η γιορτή ενός Αγίου, είναι ένα γεγονός αναστάσιμο, είναι μια μαρτυρία της ζωής, που νίκησε τον θάνατο. επειδή αυτός είναι Άγιος, άρα ο Χριστός Ανέστη. Άρα ο άνθρωπος πορεύεται «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Α’ Ιω. 3, 14). Γι’ αυτό και οι Άγιοι δεν φοβήθηκαν ποτέ τον θάνατο, δεν φοβήθηκαν ποτέ τα μαρτύρια. Ήταν έτοιμοι να πεθάνουν, για να ζήσουν. Κι απέφυγαν με κάθε τρόπο εκείνη τη ζωή, που στερεί την όντως Ζωή. Γι’ αυτό διάλεξαν τον θάνατο.
Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω πώς είναι δυνατόν κάποιος να δηλώνει Χριστιανός, να πηγαίνει το βράδυ της Ανάστασης στην Εκκλησία, να ακούει το «Χριστός Ανέστη» και να φεύγει, δίχως να περιμένει να κοινωνήσει. Είπα κάποτε σε μια ομιλία ότι ο Χριστιανός που δεν μένει στην Αναστάσιμη Λειτουργία είναι -συγχωρέστε μου τη λέξη- τενεκές! Είναι δηλαδή ψεύτικος, άδειος, ανόητος. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ενώ φοβάται τον θάνατο, τρέχει στον θάνατο και εγκαταλείπει τη ζωή. Και δεύτερον: γιατί μοιάζει με τους μαθητές του Χριστού , που δεν μπορούσαν να μείνουν ξύπνιοι στο πλάι Του. Κι ο Χριστός θα του έλεγε: «Ούτε μία ώρα δεν μπόρεσες να μείνεις μαζί μου, να με χαρείς Αναστημένο, αφού για σένα αναστήθηκα;».
Η μεγάλη μας αγωνία δεν είναι για το αν θα πεθάνουμε (θα πεθάνουμε και δεν ξέρουμε και το πότε), αλλά αν την ώρα της εξόδου μας από τη σκηνή του κόσμου αυτού, θα μας περιμένει ο Χριστός.
Οι ώρες του μεγάλου πόνου, είναι ώρες της πιο μεγάλης αλήθειας. Γιατί ακριβώς εκεί μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα.
Η ζωή δεν είναι γλέντι, δεν είναι διασκέδαση. Πόσο ωραία το λέει, το πρώτο τροπάριο στη νεκρώσιμη ακολουθία: «Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν απί γης αμετάθετος; Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα. Μία ροπή και ταύτα πάντα, θάνατος διαδέχεται». Ποια χαρά της ζωής, λέει το τροπάριο, δεν αναμίχθηκε με λύπη; Ποια ανθρώπινη δόξα έμεινε αιώνια πάνω στη γη; Όλα είναι πιο ασθενή και απ’ τη σκιά, πιο παροδικά και απ’ τα όνειρα. Μια στιγμή, ένα γεγονός και όλα αυτά τα διαδέχεται ο θάνατος. Τι μένει; Η συνέχεια του τροπαρίου: «…αλλ’ εν φωτί Χριστέ του προσώπου σου και τω γλυκασμώ της σης ωραιότητος, ους εξελέξω, ανάπαυσον ως Φιλάνθρωπος». Αυτό είναι που μένει: Να εκλέξει ο Θεός τον πεθαμένο και να τον αναπαύσει κοντά Του, μέσα στο Αναστάσιμο Φως του Χριστού και στη γλυκύτητα της παρουσίας Του.
Θα πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε τις αρρώστιες και τις δοκιμασίες της ζωής μας, μέσα απ’ το Φως το Αναστάσιμο. Διότι μερικοί άνθρωποι τις αντιμετωπίζουν σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός.
Η Ανάσταση του Χριστού είχε ένα προηγούμενο. Ποιο ήταν αυτό; Το Πάθος, η ταπείνωση, η άκρα ταπείνωση του Χριστού και ο σταυρικός του θάνατος. Όμως, δια του Σταυρού ήρθε τελικά η χαρά σε όλο τον κόσμο. Όταν ξέρω λοιπόν, ότι ο Σταυρός ακολουθήθηκε από την Ανάσταση, τότε πλέον γνωρίζω ότι μέσα απ’ τα δικά μου παθήματα, μέσα απ’ τις δικές μου αρρώστιες, αξιώνομαι να γίνω μέτοχος «των του Χριστού Παθημάτων». Κι ας μην γελιόμαστε, κανείς δεν πόνεσε τόσο, όσο ο Χριστός. Έτσι, ο οποιοσδήποτε ανθρώπινος πόνος, η οποιαδήποτε ανθρώπινη θλίψη και δοκιμασία βρίσκει ανακούφιση στο Πάθος του Χριστού.
Ο Χριστός γι’ αυτό αναστήθηκε: για να νικήσει τον δικό μας θάνατο, να θεραπεύσει τις δικές μας αποτυχίες. Άρα, οφείλουμε τις αρρώστιες μας, τις δοκιμασίες, τις αποτυχίες μας να τις βλέπουμε όχι σαν τελικά γεγονότα μέσα στη ζωή μας – η Ανάσταση είναι το τέλος- αλλά σαν δρόμους που μας κάνουν να συνειδητοποιούμε πράγματα που έχουμε ίσως ξεχάσει. Και το πιο μεγάλο που ξεχνάμε είναι ο ίδιος ο Χριστός, δηλαδή η Ανάσταση και η Ζωή. Πολλές φορές γινόμαστε «αυτάρκεις», γινόμαστε σκληροί, εγωιστές, ανελέητοι, και μέσα απ’ τις δοκιμασίες ταπεινωνόμαστε, βρίσκουμε τα όριά μας. Καταλαβαίνουμε ότι ουσιαστικά τίποτα δεν εξουσιάζουμε – μία και μόνο σταγόνα αίματος στον εγκέφαλο του πιο πλουσίου ανθρώπου, μπορεί να τον κάνει φτωχότερο όλων. Μία και μόνο σταγόνα αίματος στον εγκέφαλο του πιο σοφού, μπορεί να τον μετατρέψει σε περίγελω των πάντων. Τι εξουσιάζουμε λοιπόν;
Η Ανάσταση του Χριστού είναι η συντριβή του ανθρωπίνου μίσους! Το ανθρώπινο μίσος, πρόσφερε στον Χριστό τον Σταυρό και ο Χριστός πρόσφερε στους σταυρωτές του την Ανάσταση. Άρα, μίσος και Ανάσταση δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Όποιος προτιμά να κρατήσει το μίσος, την πικρία, την κακία, τον εγωισμό, αυτός είναι ταλαίπωρος άνθρωπος, γιατί ενώ δίπλα του κυλάει το ποτάμι της ζωής, αυτός προτιμά τα βρωμόνερα του εγωισμού και των παθών του. Και είναι τραγικό πράγμα να είσαι μέσα στην Εκκλησία, να λες «Χριστός Ανέστη», να απαντάς με το στόμα «Αληθώς Ανέστη» και μέσα σου να έχεις τη δολιότητα, τον φθόνο, την υποβολή, ή να κρατάς κακία απέναντι σε κάποιον που σε αδίκησε (ακόμα και κατάφορα). Να είσαι δηλαδή, δούλος στα πάθη σου.
Ο Χριστιανός που δεν έχει αγάπη, έχει πάρει διαζύγιο από την Ανάσταση του Χριστού, είναι ήδη νεκρός!
Πραγματικά, αυτός που έχει μέσα του κακία, μίσος, πάθη, εγωισμό, δεν ξέρει τι του γίνεται. Έχει σφιχταγκαλιάσει τον θάνατο, έχει σφιχταγκαλιαστεί με τον διάβολο και νομίζει ότι αυτό είναι ζωή. Κι όταν ο διάβολος, που ποτέ δεν πιάνεται φίλος, του προκαλέσει το οποιοδήποτε κακό, είναι αμέσως έτοιμος να αναφωνήσει: «Πού είναι ο Θεός;». Για ποιον Θεό μιλάς; Εσύ περπατούσες αγκαλιασμένος με τον διάβολο και τώρα λες «πού είναι ο Θεός;». Εκεί που Τον άφησες είναι.
Η Ανάσταση και η αγάπη λοιπόν είναι συνώνυμα. Δεν μπορείς να έχεις το ένα, αν δεν έχεις το άλλο. Κι αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι και ιδιαίτερα όσοι ζούμε στην Εκκλησία. Γιατί ουσιαστικά, ο διάβολος που ξέρει καλύτερα από μας δυστυχώς ότι Ανάσταση και αγάπη δεν διαχωρίζονται, προσπαθεί να σκοτώσει μέσα μας την Ανάσταση, σκορπίζοντας απ’ τις ψυχές μας την αγάπη. Κι εμείς δυστυχώς, παίζουμε το παιχνίδι του: «Μου είπε αυτό…, μου έκανε εκείνο…, δεν μου είπε καλημέρα…, με στραβοκύτταξε…» -βρίσκουμε αφορμή από ασήμαντα γεγονότα, καθιστώντας τα σημαντικά τάχα, και απομακρυνόμαστε από τον Χριστό. Διότι ο Χριστός, όταν ρωτήθηκε, «μέχρι πόσες φορές πρέπει να συγχωρήσω αυτόν που μου έφταιξε; Μέχρις επτά;», απάντησε: «Εβδομήντα επτά!», δηλαδή, «πάντοτε να συγχωρείς». Μήπως εμείς ξέρουμε τα πράγματα καλύτερα απ’ τον Χριστό;
Τελικά τι ζητάμε; Την Ανάσταση, τη χαρά, την ευλογία, τη ζωή; Ή ζητάμε την κακομοιριά, τη μικρότητα, τη φτήνια των μικροσυμφερόντων, τις πικρίες από τα κληρονομικά, τις αδικίες (αληθινές ή του μυαλού μας); Ζητάμε τον πλούτο της Ζωής, ή τη φτώχεια του θανάτου;
Να είμαστε Χριστιανοί, όπως μας θέλει ο Χριστός και όχι όπως θέλουμε εμείς! Και τον Αναστημένο Χριστό, μόνο στην Εκκλησία μπορούμε να Τον συναντήσουμε και να Τον ζήσουμε.
Είναι απλές αλήθειες όλα αυτά, αλλά σκορπίζεται ο νους μας απ’ τον εγωισμό πρωτίστως κι έπειτα από όλα τα υπόλοιπα πάθη μας.
(Πηγή: “Δεν έχουμε άλλο δρόμο από την Αγάπη!”, μακαριστού Παύλου Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, 2019, Εκδόσεις ἐν πλῷ)
Leave a Reply