Μπορεί η θρησκεία να γεννήσει βία;

Η Εκκλησία δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, αλλά μια θεανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι μια πρόσκληση προς τον άνθρωπο για κοινωνία του προσωπικού Θεού, μια κλήση για μετοχή και αλληλοπεριχώρηση. Το περιεχόμενο αυτής της κοινωνίας, η ουσία αυτής της κοινωνίας είναι η αγάπη. Ο Χριστός σχολιάζοντας τη δήλωση του Πέτρου, ότι «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος» (Ματθ. 16, 16), σημείωσε ότι πάνω σε αυτή την αλήθεια θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του –όχι την θρησκεία Του- και ότι ούτε οι πύλες του Άδη δεν θα την καταλύσουν. Ο Χριστός δεν μίλησε τυχαία, ούτε χρησιμοποίησε τυχαίες λέξεις.

Είναι πάρα πολύ εύκολο να μετατραπεί η θρησκεία, από μια αναζήτηση του Θεού, σε ιδεολογία, σε ταμπέλα, σε προσωπικό ανέξοδο βόλεμα, σ’ ένα κατεστημένο, οπότε και παύει κατ’ αρχήν να είναι προσωπικό αγώνισμα και γίνεται προμετωπίδα για άλλους στόχους. Τότε οι άλλοι γίνονται αντίπαλοι, που πρέπει ίσως και να εξοντωθούν. Η βία είναι το αποτέλεσμα και ο καρπός αυτής της διαστρέβλωσης. Αναμφισβήτητα και η Εκκλησία, από δρόμος θεώσεως μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογία. Και είναι απολύτως σωστό αυτό που έχει λεχθεί, ότι «η μεγαλύτερη αμαρτία των Χριστιανών είναι η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας».

Είναι εύκολο πράγμα να είσαι θρησκευτικός άνθρωπος, είναι δύσκολο πράγμα να είσαι εκκλησιαστικός άνθρωπος. Στην πρώτη περίπτωση αυτοδικαιώνεσαι και τον Θεό τον χρειάζεσαι για να πεις στους άλλους, πόσο καλός είσαι εσύ. Δεν διστάζεις μάλιστα να κάνεις και τη σύγκριση τη δική σου με τους άλλους, για να δείξεις πόσο πολύ υπερέχεις. Είναι η κλασική περίπτωση του Φαρισαίου της παραβολής. Τότε, ξιφουλκείς εναντίον όσων δεν συμφωνούν με εσένα, απαιτείς από τους άλλους, όταν εκφράζονται, να χρησιμοποιούν μόνο τη δική σου γλώσσα και ορολογία. Επιτηδεύεσαι ιδιαίτερα να τοποθετείς ταμπέλες στους άλλους, είσαι τελικά βασικός εκφραστής μιας λεκτικής κατ’ αρχήν βίας, που δεν απέχει πολύ από το να γεννήσει και τη σωματική βία.

Ορθόδοξοι κατ’ όνομα Χριστιανοί και δήθεν αγωνιστές επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο στην άσκηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς κατά παντός διαφωνούντος και δεν δίστασαν να αμφισβητήσουν ακόμα και την ορθότητα της εκκλησιαστικής στάσεως σεβάσμιων μορφών, όπως ο Άγιος Πορφύριος και ο μακαριστός Άγιος Ιάκωβος (για να μιλήσω μόνο για περιπτώσεις που τις γνωρίζω καλά). Από την άλλη πλευρά, στις ευλογημένες αυτές μορφές της Εκκλησίας δεν είδαμε ποτέ λόγους, συμπεριφορές, εκφράσεις και νοοτροπίες που φτάνουν αδίστακτα μέχρι και τη συκοφαντία.

Η αναζήτηση του Θεού, ως δρόμος υπέρβασης του θανάτου και θεώσεως του ανθρώπου είναι προσωπικό αγώνισμα, που κατ’ αρχήν από τη φύση του δεν μπορεί ποτέ να στραφεί εναντίον κανενός άλλου ανθρώπου. Ασκείται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και αναπτύσσεται μέσα σε μια φιλική ή εχθρική κοινωνία, χωρίς να εξαναγκάζει κανέναν. Η μόνη αντίστασή του στην αμφισβήτηση της πίστης του, είναι το μαρτύριο. Δεν μπορεί λοιπόν σε καμία περίπτωση η Εκκλησία να έχει σχέση με τη βία ή να ανέχεται τη βία σαν τρόπο υπεράσπισης της πίστεως του Χριστιανού.

Έναν άπιστο, έναν άθεο, δεν μπορώ να τον βρίσω στο όνομα του Χριστού. Τον λυπάμαι σαν άνθρωπος, απ’ τη δική μου την πλευρά και προσεύχομαι γι’ αυτόν. Η αντίσταση των Χριστιανών στους πολέμιους της πίστης τους, δεν ήταν ούτε η λεκτική ούτε η σωματική βία, αλλά το μαρτύριο. Έχουμε δύο βασικά και πολύ καθαρά δεδομένα. Οι μάρτυρες δέχτηκαν το μαρτύριο αλλά δεν άσκησαν καμία βία απέναντι στους διώκτες, όχι γιατί ίσως δεν μπορούσαν αλλά γιατί μια τέτοια βία, ακύρωνε τον δικό τους αγώνα για θέωση.

σσπ

Ίσως ακόμα πρέπει να διερευνήσουμε, μήπως η απαίτηση της υπακοής, αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις μια μορφή βίας, με στόχο την εξουσία απέναντι στον άλλον. Η υπακοή από τη φύση της είναι πράξη ελευθερίας και δεν επιβάλλεται, αλλά επιλέγεται κατ’ αρχήν και ασκείται μετ’ επιμελείας από τον «ελευθέρως υπακούοντα». Σήμερα στο όνομα της υπακοής, συγκροτούμε ομάδες υποτακτικών, όπου η υπακοή είναι υπερτέρα και αυτού του λόγου του Θεού και βρισκόμαστε στο κατώφλι νέων, δεινών αιρέσεων. Πρόκειται για ομαδοποιήσεις, που επιτυγχάνονται μέσω μιας βίας και εξουσιαστικής διαθέσεως, την οποία βαφτίζουμε εύκολα υπακοή.

Η μόνη βία την οποία άσκησαν οι σύγχρονοι άγιοι -και αναφέρομαι μόνο σ’ αυτούς, γιατί τους γνωρίσαμε όλοι μας- ήταν η βία στον εαυτό τους. Η ηρεμία τους, ως καρπός κοινωνίας με τον Θεό, απέκλειε οποιαδήποτε άλλη βία. Οι άγιοι δεν έβρισαν ούτε τους αθέους, ούτε τους ολιγόπιστους, ούτε τους αμαρτωλούς, ούτε καν τους διώκτες τους. Δεν υπερασπίστηκαν τον Θεό και την αγάπη τους προς Αυτόν διώκοντας τους απίστους. Τη βία τη γεννάει ο φανατισμός, που σημαίνει αρρωστημένη πίστη. Η αληθινή πίστη ελευθερώνει το πρόσωπο και γι’ αυτό μπορεί να σέβεται και το πρόσωπο του άλλου. Η βία επί της ουσίας είναι ταυτισμένη με την αθεΐα -θέλει προσοχή αυτό!- διότι υπερασπίζεται τον θεοποιημένο εγωισμό του ανθρώπου, κάτω απ’ το ένδυμα της οποιασδήποτε ιδεοληψίας. Η βία στο όνομα της θρησκείας, είναι επίσης καρπός ανασφάλειας και ψευδούς σχέσης, απουσία αληθινής εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο Χριστός μας έδειξε ότι ο αληθινός Θεός δεν ζητά οπαδούς, αλλά φίλους και οικείους, προς μετοχή και κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Άγιος Πορφύριος και ο Άγιος Λουκάς ο ιατρός, επιτιμούσαν με αυστηρότητα όσους περιφρονούσαν την πίστη των άλλων. Μπορώ να καταλάβω ίσως τη βία που ασκούν άλλες θρησκείες, δεν θα καταλάβω όμως ποτέ τη λεκτική βία ή την οποιαδήποτε άλλη βία των Χριστιανών και δη των Ορθοδόξων.

Το περιεχόμενο της αληθινής θρησκευτικότητας, της αληθινής σχέσης με τον Θεό, είναι η άσκηση της αγάπης και η ταπεινή διακονία του άλλου. Η αληθινή θρησκευτικότητα ασκείται ως αγαπητική σχέση με τον προσωπικό Θεό και το πρόσωπο του συγκεκριμένου ανθρώπου, που είναι εικόνα του ζώντος Θεού. Η αληθινή θρησκευτικότητα, δεν σημαίνει πίστη ιδεολογική, αλλά σχέση αληθινής εμπιστοσύνης. Η αληθινή εμπιστοσύνη στον προσωπικό Θεό, δεν μπορεί να ασκείται ως τυφλή πίστη, ως φανατισμός και ως ιδεοληψία. Η αγάπη μου στον Θεό μεταμορφώνει τη δική μου ζωή, αλλά ο αληθινός Θεός δεν έχει ανάγκη από την υπεράσπιση τη δική μου ή του οποιουδήποτε ανθρώπου και μάλιστα στο όνομα Του. Η απάντηση του Χριστού στον Πέτρο, στον Κήπο της Γεσθημανή, δεν επιτρέπει την παραμικρή παρερμηνεία. Οι φονταμενταλιστές, απ’ όπου κι αν προέρχονται, δεν μπορούν να μιλούν στο όνομα του Θεού.

(Πηγή: “Δεν έχουμε άλλο δρόμο από την Αγάπη!”, μακαριστού Παύλου Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, 2019, Εκδόσεις ἐν πλῷ)

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: