Η Οδοντιατρική στο ‘Βυζάντιο’ (Ρωμανία-Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)

Παραθέτουμε εδώ την Εισαγωγή από την ομότιτλη εξαιρετική επιστημονική εργασία του κου Ανδρέα Κόκκα, Διδάκτορος Οδοντιατρικής Σχολής Α.Π.Θ.

«Η επίσημη Ιατρική στη βυζαντινή εποχή χαρακτηρίζεται από το συγγραφικό έργο μεγάλων επιφανών ιατρών, το οποίο κατέγραφε την υπάρχουσα ιατρική γνώση, και από την ίδρυση εγκαταστάσεων ιατρικής περίθαλψης. Οι πιο επιφανείς από τους Βυζαντινούς ιατρούς έφεραν τον τιμητικό τίτλο του Αρχιάτρου, διέθεταν δε τόσο υψηλό κύρος λόγω της μεγάλης μόρφωσης και της κοινωνικής τους θέσης, ώστε να τούς ανατίθενται πολιτικά αξιώματα και να επιφορτίζονται ακόμη και με διπλωματικές αποστολές. Οι εγκαταστάσεις ιατρικής περίθαλψης ήταν στα πρότυπα των σημερινών νοσηλευτικών μονάδων, ονομάζονταν ξενώνες και βρίσκονταν συνήθως στα μοναστηριακά συγκροτήματα. Τα Τυπικά (δηλαδή ο γραπτός κανονισμός) των μοναστηριών, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, δίνουν σαφείς πληροφορίες για την οργάνωση των νοσοκομείων.

byzantine-iatriki

Η βυζαντινή Ιατρική στηρίχθηκε σε γνώσεις από την αρχαία ελληνική, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, οι οποίες προέρχονταν από ιατρούς όπως ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.), ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ.), ο Αρεταίος ο Καππαδόκης (1ος αιώνας μ.Χ.), ο Ρούφος ο Εφέσιος (τέλη 1ου αιώνα μ.Χ.) και ο Γαληνός (129-199 μ.Χ.). Η βυζαντινή Ιατρική θα μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο περιόδους: Η πρώτη είχε ως επίκεντρο την Αλεξάνδρεια, η οποία αποτέλεσε σημαντική εστία πολιτισμού και ιατρικής εκπαίδευσης, και είχε περισσότερο επιρροές από την αρχαιότητα. Η δεύτερη ακολουθεί αμέσως μετά την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες το 642 μ.Χ. Είχε ως επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και οι επιρροές της ήταν περισσότερο χριστιανικές. Είναι γεγονός ότι η σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού έδωσε νέα ώθηση στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και στην ανάγκη της προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Ο Μέγας Βασίλειος από την Καισάρεια (330-379 μ.Χ.) χαρακτήρισε τους ιατρούς ως το ευγενέστερο επάγγελμα, ενώ και ο ίδιος υπήρξε ενεργός ιατρός προσφέροντας περίθαλψη στους φτωχούς. Δημιούργησε επίσης μεγάλο άσυλο και νοσοκομείο έξω από τις πύλες της Καισάρειας.

Υπάρχει η άποψη, ότι οι Βυζαντινοί ιατροί εξειδικεύονταν σε διαφορετικά πεδία, όπως στη Μαιευτική-Γυναικολογία, στην Οφθαλμολογία, στη Δερματολογία και στην Οδοντιατρική. Ωστόσο οι οδοντίατροι ήταν σπάνιοι, όπως και η οδοντιατρική περίθαλψη:

για τον περισσότερο πληθυσμό οι παθήσεις των δοντιών αντιμετωπίζονταν με εξαγωγές. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη η Οδοντιατρική στο Βυζάντιο, όπως και στην Αρχαιότητα και σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα, δεν θεωρούνταν εξειδικευμένο επάγγελμα. Τα συγγράμματα των ιατρών συμπεριελάμβαναν και εδάφια που αφορούσαν τη θεραπεία των δοντιών και των ούλων. Οι οδοντίατροι ήταν συνήθως απλοί γενικοί χειρουργοί ή λοιποί ιατροί και χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς συνδέσμους ή γέφυρες για να σταθεροποιήσουν τα χαλαρά δόντια. Μπορούσαν επίσης να απομακρύνουν τερηδόνες, να προβούν σε εμφράξεις κοιλοτήτων και να κάνουν προσθετικά δόντια από οστά ζώων.

Οι εκκλησιαστικές πηγές (αγιολογικά κείμενα, έργα εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων) μάς παρέχουν επίσης πλήθος πληροφοριών σχετικά με την άσκηση του οδοντιατρικού επαγγέλματος στο Βυζάντιο, για τις διάφορες παθήσεις του στόματος και των δοντιών, τις μεθόδους θεραπείας, τη φαρμακευτική τους αντιμετώπιση και τις μικροχειρουργικές επεμβάσεις. Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, ήταν συνηθέστατη η θεραπεία και η αποκατάσταση δοντιών που είχαν υποστεί κάταγμα, όπως επίσης οι εμφράξεις και θεραπείες τερηδονισμένων δοντιών και η προσθετική.

Η θεραπευτική των δοντιών γινόταν με τη χρησιμοποίηση προϊόντων ζωικής, φυτικής και χημικής προελεύσεως, με τη χορήγηση ναρκωτικών αερίων διά μέσου σωλήνων, με την εφαρμογή επιθεμάτων, αλοιφών, αντιδότων, διακλυσμών, οδοντοτριμμάτων και επικουρικώς ατμόλουτρων.

Υπνωτικά φάρμακα χορηγούνταν από το στόμα (υπό τη μορφή χυμών), με την όσφρηση αιθέριων ελαίων και με τη διάχυση πάνω από τους κροτάφους για την επίτευξη αναισθησίας (διά μέσου της χαλάρωσης και ύπνωσης του ασθενούς) με σκοπό τη διεξαγωγή χειρουργικών επεμβάσεων. Τα πιο συνηθισμένα φυτά που χρησιμοποιούνταν για τον σκοπό αυτό ήταν η παπαρούνα (Papaver somniferum), το ινδικό βότανο ασβαγκάντα (Withania somnifera), ο μανδραγόρας (Mandragora officinarurn) και το κώνειο (Conium maculatum).

Οι Βυζαντινοί ιατροί περιέγραψαν στο συγγραφικό τους έργο την τρυγία (δηλαδή την ενασβεστιωμένη οδοντική πλάκα), τη φλεγμονή και την αιμορραγία των ούλων, την κακοσμία του στόματος, την επουλίδα και την παρουλίδα, το περιοδοντικό απόστημα, τον περιοδοντικό τραυματισμό, την κινητικότητα των δοντιών και την ακινητοποίησή τους, τη στοματική υγιεινή, τα προβλήματα της κροταφογναθικής διάρθρωσης και τον βρυγμό (μη φυσιολογικό σφίξιμο ή τρίξιμο) των δοντιών. Για τις ουλίτιδες, δηλαδή τις φλεγμονές των ούλων, αναφέρονται οι όροι «φλεγμαίνοντα οὖλα, σηπόμενα, ἡλκωμένα, ἀναβι-βρωσκόμενα, αἱμάσσοντα, αἱμασσόμενα, ἀπόστημα ούλων».

H Στοματολογία (κλάδος της Οδοντιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση, την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των νόσων της στοματογναθοπροσωπικής περιοχής) υπήρξε επίσης ένα πεδίο που προκάλεσε το ενδιαφέρον των Βυζαντινών ιατρών. Στα συγγράμματά τους υπάρχουν αναφορές στην αφθώδη, ελκώδη και σηπτική στοματίτιδα, στις απλές και στις ελκώδεις γλωσσίτιδες και, πιο περιορισμένα, στον στοματικό καρκίνο και ειδικότερα σε αυτόν της γλώσσας και των χειλέων.

Οι Βυζαντινοί ιατροί έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ποικίλα ζητήματα που αφορούσαν στη στοματική κοιλότητα, τις γνάθους, την κεφαλή και τον τράχηλο, μέσα στο πλαίσιο της γενικής χειρουργικής τους πρακτικής. Οι στοματικές και κρανιογναθοπροσωπικές επεμβάσεις γίνονταν στα χειρουργικά τμήματα των ξενώνων, δηλαδή των βυζαντινών νοσοκομείων, τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και μετά, ενώ νωρίτερα γίνονταν επίσης μέσα στα πλαίσια της γενικής χειρουργικής, αλλά σε ιδιωτική βάση, από ιατρούς που είχαν τον τίτλο του αρχιάτρου ή από συνήθεις χειρουργούς.

Τα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τις διάφορες επεμβάσεις στο Βυζάντιο ήταν κατασκευασμένα κυρίως από χαλκό. Οδοντιατρικά κατά βάση εργαλεία, όπως οδοντάγρες (εργαλεία για την εξαγωγή των δοντιών), σπάθες και λαβίδες, έχουν βρεθεί, μεταξύ άλλων, σε βυζαντινή κρύπτη τάφου στη Γκαντάρα της Δεκάπολης (περιοχή στη σημερινή Ιορδανία) με χρονολόγηση στο 350 μ.Χ., δηλαδή σχεδόν στην αρχή της βυζαντινής περιόδου. Ταυτόσημα εργαλεία έχουν ανακαλυφθεί με χρονολόγηση τουλάχιστον τριών αιώνων νωρίτερα. Για τις επεμβάσεις στα δόντια χρησιμοποιούνταν διάφορα εργαλεία, όπως οξεία μύλη, οδοντάγρα, μηλώτρις (τετριμμένη μύλη), σμιλάριον, σπαθίον, στορίνη (μαχαιρίδιον), ρινάριον (μικρά λίμα), μυδιόσκελλον (σαρκολαβίς) και οδοντοξύστης. Ορισμένα εργαλεία δια-τηρούν έως σήμερα την ίδια ονομασία κατά την οδοντιατρική πράξη, όπως για παράδειγμα το γλωσσοκάτοχον, που είναι ειδικό χειρουργικό εργαλείο με το οποίο έλκεται και κρατείται η γλώσσα εκτός του στόματος σε οδοντιατρικές ή γναθοχειρουργικές επεμβάσεις. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται στο γλωσσοκάτοχον, ως εργαλείο που πιέζει τη γλώσσα και το οποίο χρησιμοποιείται κατά τη σχάση του περιαμυγδαλικού αποστήματος, την αμυγδαλεκτομή και την εκτομή της παθολογικής σταφυλής της υπερώας, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα πρέπει να το χειρίζεται ένας βοηθός (δι’ ὑπηρέτου).»

Έρευνα-Αποδελτίωση: Αναστάσιος Φιλόπονος

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

Blog at WordPress.com.

Up ↑

%d bloggers like this: