Παραθέτουμε στο άρθρο αυτό εκτεταμένα αποσπάσματα από το κείμενο του Αγίου Κυρίλλου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας με τίτλο ‘Κατά Ιουλιανού‘, εκ της “Ελληνικής Πατρολογίας” (J.P. Migne, Patrologiae Cursus Completus). Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται κείμενα από τους: Ερμή τρισμέγιστο, Πλάτωνα, Πορφύριο, Πυθαγόρα, Σοφοκλή.
Ο δε τρισμέγιστος Ερμής ούτω φθέγγεται περί Θεού:
“Ο γαρ λόγος αυτού προελθών, παντέλειος ων, και γόνιμος, και δημιουργός, εν γονίμη φύσει πεσών επί γονίμω ύδατι έγκυόν τε ύδωρ εποίησε”
Και ο αυτός αύθις:
“Η ουν πυραμίς, φησίν, υποκειμένη τη φύσει και τω νοερώ κόσμω. Έχει γαρ άρχοντα επικείμενον Δημιουργόν Λόγον του πάντων Δεσπότου, ός μετ’ εκείνον πρώτη δύναμις, αγένητος, απέραντος, εξ εκείνου προκύψασα, και επίκειται, και άρχει των δι’ αυτού δημιουργηθέντων, έστι δε του παντελείου πρόγονος και τέλειος και γόνιμος γνήσιος Υιός.
Και εν τοις εμπροσθεν είπον, συ δε ου συνήκας. Φύσις του νοερού αυτού Λόγου, φύσις εστί γεννητική. τούτο ώσπερ αυτού η γέννησις, ή φύσις, ή έθος, ή ο θέλεις αυτό καλείν, κάλει τούτο μόνον νοών, ότι τέλειος εστιν εν τελείω, και από τελείου τέλεια αγαθά εργάζεται, και δημιουργεί και ζωοποιεί. Επειδή ουν τοιαύτης έχεται φύσεως, καλώς τούτο προσηγόρευται”
Και ο αυτός εν λόγω πρώτω των προς τον Τατ Διαξοδικών, ούτω λέγει περί Θεού:
“Ο του Δημιουργού Λόγος, ω τέκνον, αΐδιος, αυτοκίνητος, αναυξής, αμείωτος, αμετάβλητος, άφθαρτος μόνος, αεί εαυτώ όμοιός εστιν, ίσος δε και ομαλός, ευσταθής, εύτακτος, εις ων ο μετά τον προεγνωσμένον Θεόν, σημαίνει δε, οίμαι, δια γε τουτουΐ, τον Πατέρα”
Απόχρη μεν ουν ταυτί προς εντελεστάτην απόδειξιν του, ότι τον μονογενή του Θεού Λόγον εννενοήκασι και αυτοί. Δειν δε οίμαι οις έφην προσεπενεγκείν και τα περί του αγίου Πνεύματος παρ’ αυτών ειρημένα.
Πορφύριος γαρ φησι, Πλάτωνος εκτιθέμενος δόξαν:
“Άχρι τριών αποστάσεων την του Θείου προελθείν ουσίαν, είναι δε τον μεν ανωτάτω Θεόν ταγαθόν. Μετ’ αυτόν δε και δεύτερον τον δημιουργόν. Τρίτον δε και την του κόσμου ψυχήν. Άχρι γαρ ψυχής την θειότητα προελθείν”
Ιδού δη σαφώς εν τούτοις άχρι τριών υποστάσεων την του Θείου προελθείν ουσίαν ισχυρίζεται. Είς μεν γαρ εστίν ο των όλων Θεός, κατευρύνεται δε ώσπερ η περί αυτού γνώσις, εις αγίαν τε και ομοούσιον Τριάδα, εις τε Πατέρα, φημί, και Υιόν, και άγιον Πνεύμα, ο και ‘ψυχήν του κόσμου’ φησίν ο Πλάτων. Ζωοποιεί δε το Πνεύμα, και πρόεισιν εκ ζώντος Πατρός δι’ Υιού, και εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα, και εσμέν. Αληθεύει γαρ λέγων ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός: ‘Το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν’. Και πάλι ο αυτός Πορφύριος περί Πλάτωνος:
“Διό εν απορρήτοις περί τούτων αινιττόμενον, φησί. Περί τον βασιλέα πάντα εστί, και εκείνου ένεκα πάντα, και εκείνο αίτιον πάντων καλών, δεύτερον δε περί τα δεύτερα, και τρίτον περί τα τρίτα. Ως γαρ πάντων μεν περί τους τρεις όντων θεούς, αλλ’ ήδη πρώτως μεν περί τον πάντων βασιλέα, δευτέρως δε περί τον απ’ εκείνου Θεόν, και τρίτως περί τον από τούτου”
Δεδήλωκε δε εμφαίνων και την εξ αλλήλων υπόστασιν, αρχόμενος από του βασιλέως, και την υπόβασιν και ύφεσιν των μετά το πρώτον, δια του πρώτως και δευτέρως και τρίτως ειπείν, καί ότι εξ ενός τα πάντα, και δι’ αυτού σώζεται. τεθεώρηκε μεν ουν ουχ υγιώς εισάπαν, αλλά τοις τα Αρείου πεφρονηκόσιν, εν ίσω διαιρεί, και υφίστησιν, υποκαθημένας τε αλλήλαις τας υποστάσεις εισφέρει, και τρεις οίεται θεούς είναι, διηρημένως την αγίαν και ομοούσιον Τριάδα. Πλην ουκ ηγνόηκεν ολοτρόπως το αληθές. Οίμαι δ’ αν, ότι καν υγιώς έφη τε και πεφρόνηκεν, εξήνεγκε δε και εις τους άλλους άπαντας της περί Θεού δόξης το αρτίως έχον, ει μη τάχα που την Ανύτου και Μελίτου γραφήν εδεδίει, και το Σωκράτους κώνειον.
Ένα γαρ πάντες ομολογούσι τον επί πάντας, και δια πάντων, και εν πάσι Θεόν, άναρχόν τε, αΐδιον, αγένητον, άφθαρτον, ζωήν και ζωοποιόν, ουρανού τε και γης ποιητήν, και συλλήβδην, απάντων των εν αυτοίς.
Πυθαγόρας γουν φησιν:
“Ο μεν Θεός είς, αυτός δε, ουχ ως τινες υπονοούσιν, εκτός τας διακοσμήσιος, αλλ’ εν αυτώ όλος εν όλω τω κύκλω επισκοπών πάσας γενεάς, επίκρασις ων των όλων αιώνων, και φως των αυτού δυνάμεων και έργων, αρχά πάντων, εν ουρανώ φωστήρ, και πάντων πατήρ, νους και ψύχωσις των όλων κύκλων, πάντα κίνασις”
Ιδού δη σαφώς, ένα τε είναι λέγει τόν των όλων Θεόν, και πάντων αρχήν, εργάτην τε των αυτού δυνάμεων, φωστήρα και ψύχωσιν, ήτοι ζωοποίησιν των όλων, και κύκλω πάντων κίνησιν. αυτοκίνητον γαρ ουδέν, παρήκται δε τα πάντα παρ’ αυτού, και την εκ του μη όντος εις το είναι κίνησιν λαχόντα φαίνεται. Ο δε Πλάτων ώδέ πη φθέγγεται:
“Τον γαρ πατέρα και ποιητήν τούδε του παντός, ευρείν τε έργον, και ευρόντα εις πάντας εξειπείν αδύνατον”
Ορθώς δη μάλα. “Δόξα γαρ Κυρίου κρύπτει λόγον” κατά το γεγραμμένον, και πας περί αυτού λόγος ασθενεί, και της αξίας κατόπιν έρχεται. Έστι γαρ απάσης εννοίας επέκεινα, βλέπομεν δε δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι τα περί αυτού, καθά φησιν ο πάνσοφος Παύλος. Πορφύριος δε φησιν εν βιβλίω τετάρτω Φιλοσόφου ιστορίας:
“Δοξάσαι τε τον Πλάτωνα, και μην και φράσαι πάλιν περί ενός Θεού, όνομα δε αυτώ μηδέν εφαρμόττειν, μηδέ γνώσιν ανθρωπίνην αυτόν καταλαβείν, τας δε λεγομένας προσηγορίας από των υστέρων καταχρηστικώς αυτού κατηγορείν”
Ο δε γε τρισμέγιστος Ερμής ούτω πως φησι:
“Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον, ει και νοήσαι δυνατόν, το γαρ ασώματον σώματι σημήναι αδύνατον. Και το τέλειον τω ατελεί καταλαμβάνεσθαι ου δυνατόν. Και το αΐδιον τω ολιγοχρονίω συγγενέσθαι δύσκολον. Το μεν γαρ αεί εστι, το δε παρέρχεται. Και το μεν αληθές εστι, το δε υπό φαντασίας σκιάζεται. Όσω ουν το ασθενέστερον του ισχυροτέρου, και το έλαττον του κρείττονος διέστηκε, τοσούτον το θνητόν του θείου και αθανάτου. Ει τις ουν ασώματος οφθαλμός, εξερχέσθω του σώματος, επί την θέαν του καλού και αναπτήτω, και αιωρηθήτω, και σχήμα, μη σώμα, μη ιδέας ζητών θεάσασθαι, αλλ’ εκείνο μάλλον το τούτων ποιητικόν, το ήσυχον και γαληνόν, το εδραίον, το άτρεπτον, το αυτό πάντα και μόνον, το έν, το αυτό εξ εαυτού, το αυτό εν εαυτώ, το εαυτώ όμοιον, ό μήτε άλλω όμοιον εστι, μήτε εαυτώ ανόμοιον, και πάλιν ο αυτός”
Μηδέν ουν περί εκείνου πώποτε του ενός και μόνου αγαθού εννοούμενος αδύνατον είπης. Η πάσα γαρ δύναμις αυτός εστι, μηδέ έν τινι αυτόν διανοηθής είναι, μηδέ πάλιν κατ’ εκτός τινος. Αυτός γαρ απέραντος ων, πάντων εστι πέρας, και υπό μηδενός εμπεριεχόμενος πάντα εμπεριέχει. Επεί τις διαφορά εστι των σωμάτων προς το ασώματον, και των γενητών προς το αγένητον, και των ανάγκη υποκειμένων, προς το αυτεξούσιον, ή των επιγείων προς τα επουράνια, και των φθαρτών προς τα αΐδια; ουχ ότι το μεν αυτεξούσιον εστι, το δε ανάγκη υποκείμενον, τα δε κάτω ατελή όντα φθαρτά εστιν; Αλλά μην και Σοφοκλής ούτω φησί περί Θεού:
“Εν ταις αληθείαισιν είς εστιν Θεός, ός ουρανόν τ’ έτευξε, και γαίαν μακράν, πόντου τε χαροπόν οίδμα, κανέμων βίας. Θνητοί δε πολλόν καρδία πλανώμενοι, ιδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχήν. Θεών αγάλματ’ εκ λίθων, ή χαλκέων, ή χρυσοτεύκτων, ή ‘λεφαντίνων τύπους, θυσίας τε τούτοις, και κενάς πανηγύρεις τεύχοντες, ούτως ευσεβείν νομίζομεν”
(Τέλος δεύτερου μέρους)
Leave a Reply