Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί ένα σύντομο απάνθισμα κειμένων – κυρίως Δημώδους προελεύσεως- εμπνευσμένα από την (δεύτερη και οριστική) Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, την 29η Μαΐου του 1453.
Πήραν την Πόλη (Μακεδονία)
Πήραν την Πόλη, πήρανε, μωρέ πήραν τη Σαλονίκη
πήραν κι την- πήραν κι την Αγια-Σοφιά.
Πήραν κι την Αγια-Σοφιά, το μέγα μαναστήρι,
μι τιτρακόσια σήμαντρα, μ’ ιξήντα δυο καμπάνις
πάσα καμπάνα κι παπάς, πάσα παπάς κι διάκος.
Να κι η κυρά η Παναγιά, στην πόρτα πάει και στάθη
και στους μαστόρους έλεγε και στους μαστόρους λέει.
Μαστόροι μη δουλεύετε, μη χάνετε τον κόπο
κι εδώ ’κκλησιά δε γίνεται κι μέγα μαναστήρι,
θα γίνει τούρκικο τζαμί να προσκυνούν οι κλέφτις
να προσκυνάει Αλή πασάς με τους σκλάβους δεμένους.
Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα (Μακεδονία)
Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα,
πιτάτε στον αέρα
χαμπέρ να πάτι στο Μοριά,
χαμπέρι στην Ελλάδα
Τούρκοι την Πόλη πήρανε,
πήραν τη Σαλονίκη
Πήραν και την Αγιά Σοφιά,
το μέγα μοναστήρι
Πόχει τριακόσια σήμαντρα
Βασιλικέ τριόκλουνε (Μακεδονία)
Βασιλικέ τριόκλουνε με τα σαράντα φύλλα
ν’ ανέβαινα στη ρίζα σου, στα λιανοκλώναρά σου
να ιδώ την Πόλη πώς χαλνά, τα κάστρα πώς ρημάζουν
να ιδώ και την Αγιά Σοφιά πώς Τούρκος την πατάει
πο ‘χ’ τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς κάθε σήμαντρος και διάκος.
Της καλογριάς (Ήπειρος)
Καλογριά τηγάνιζε ψαράκια στο τηγάνι
και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει
Πάψε γριά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει.
Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θα να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει.
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο αμηράς εσέβηκεν με τ’ άλογο καβάλα.
Πατήσαν την Αγιά Σοφιά (Ήπειρος)
Γιε μου πατήσαν την Αγιά Σοφιά,
το μέγα μοναστήρι-κι όϊ Μαρούλα μου
πήραν παιδιά απ’ το δάσκαλο, κορίτσια απ’ το κερκέφι,
πήραν μια δόλια πεθερά, με δεκαοκτώ νυφάδες.
Ν’ όλες οι νύφες περπατούν κι όλες μπροστά πηγαίνουν,
μια νύφη άλλο μικρότερη, δεν μπορ’ να περπατήσει.
Περπάτα νύφη μ’ θαρρετά σαν τσ’ άλλες τις νυφάδες.
Δεν μπορώ, αϊ μάνα μ’, δεν μπορώ, δεν μπόρ’ να περπατήσω.
Με κλαίει ο πόνος των παιδιών και ο χαμός τ’ αντρός μου.
’Πάρθεν η Ρωμανία (Πόντος)
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλιν,
ουδέ ’ς σ’ αμπέλια ’κόνεψεν, ουδέ ’ς σα περιβόλια,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν ’ς σ’ Αγια-Σοφιάς την Πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν, ’ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ’ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ’κί αναγνώθ’, κανείς ξέρει ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτια κλαίει, σίτια κρούει την καρδίαν:
— Ν’ αηλί εμάς και βάι εμάς, ’πάρθεν ἡ Ρωμανία!
Επαίραν το Βασιλοσκάμ’ κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μαναστήρια
κι Αϊ-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπισκάται.
— Μη κλαις, μη κλαις Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.
Η Ρωμανία αν ’πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο…
Μοιρολογούν τα εγκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια. Όλ’ έπαιρναν υπομονήν, επαίρναν παργορίαν. Α-Γιάννες κι Αε-Θοδωρον και Αγιά Σοφιά ‘ς σην Πόλην, παρηνοσίαν ‘κι είχανε, ουδέ παρηγορίαν. “Α-Γιάννε, επάρ’ υπομονήν, επάρ’ και παργορίαν, οι Έλληνες γερούν κι ανθούν και φέρνουν πάλεν άλλα”
Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε (Κρήτη)
Και δώστε λόγο στη Φραγκιά
την Πόλη επήρε ο Τούρκος
Κι η Δέσποινα ως τ’ άκουσε
τα μάτια τς εδακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ
την επαρηγορήσαν
Σώπασε αφέντρα και κυρά
πάλι δικά μας θα ’ναι
πάλι με χρόνια με καιρούς…
Τρία καράβια φεύγουνι (Θράκη)
Τρία καρά- κρουσταλλένια μου,
τρία καράβια φεύγουνι
που μέσα που την Πόλη,
κλαίει καρδιά μας,
κλαίει κι αναστενάζει.
Το ’να φορτώνει το Σταυρό
κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου,
του τρίτου του καλύτερου
την Άγια Τράπεζά μας
[μη μας την πάρουν τα σκυλιά
κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι
κι δάκρυσαν οι ‘κόνις…]
Του Αλέξανδρου και του Κωσταντή (Θράκη)
Αλέξανδρος ο βασιλιάς κι ο Κωσταντής αντάμα
μαζ’ έτρωγαν, μαζ’ έπιναν σε μαρμαρένια τάβλα
μαζ’ είχαν αλόγατά τς στο πλάγι τους δεμένα
[Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και που χαροκοπούσαν]
κι ένα μικρό παιδόπουλο πααίνει και τους λέγει:
Καλά τρώτε και πίνετε καλά γλεντοκοπάτε
Μα ο Τούρκος πάτ’σε το Ρωμιό, πήρε τ’ βασιλοσύνη
Αν πάτ’σε ο Τούρκος το Ρωμιό, πήρε και τ’ βασιλοσύνη
τα ψάρια όπου ψένομεν στην κρύα βρύσ’ να πέσουν…
[πηδούν τα ψάρια ‘π’ τον νταβά μισοτηγανισμένα
κι απ’ τον Θιο ακούν λαλιά, η Πόλη θα τουρκέψει]
Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς (Θράκη)
Γιατί πουλί δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα; Για πώς μπορώ να τραγουδώ ‘πως κελαηδούσα πρώτα; μου κόψαν τα φτερούδια μου, μου κόψαν τη λαλιά μου, μας πήρανε την Πόλη μας και την Αγιά Σοφιά μας.
Πύργος, Θράκη
Πουλάκι νάμαν να πετώ, νάμαν χιλιδονάκι, να πήγαινα στης Βουργαριάς τα μαύρα κορφοβούνια, να κάθομαν να έβλιπα την Πόλης του λιμάνι, που αρμινίζουν τ’ άρμινα και βάζουν τα καράβια.
Για έβγα έξω, βασιλιά κι’ αφέντη Κουσταντίνι, να διείς την Πόλ’ που άναψι, πώς καίν’ τα μοναστήρια.
Το πώς να βγει ου βασιλιάς κι αφέντης Κουσταντίνους; ιχθές προυί λαβώθηκι, προυί μι την αυγούλα.
Ελασσόνα
Ερ’ ένα πουλάκι ξέβγηνε που μεσ’ από την Πόλη, χρυσά ταν τα φτερούγια του, χρυσά και κεντημένα, κι ήσαν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα.
“Πες μας, πές μας, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι”
“Τί να σας πω, μαύρα μ’ παιδιά, τί να σας μολογήσω; Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι.
Εμείς δε θέλουμε τζαμιά (Σκύρος)
Εμείς, μάνα μ’, δε θέλουμε τζαμιά, χοτζάδες να λαλούνε, αλαϊλαλά
χοτζάδες να λαλούνε, βοήθα, Παναγιά
Μόν’ θέλω μάνα μ’, την αγιά Σοφιά, το μέγα μαναστήρι, μάνα μου γλυκιά,
το μέγα μαναστήρι, βοήθα Παναγιά.
Που ‘χει τριακόσια, μάνα μ’ σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες, αλαϊλαλά
κι εξήντα δυο καμπάνες, βοήθα Παναγιά.
Τρεις καλογέροι Κρητικοί (Πελοποννήσος)
Τρεις καλογέροι Κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγιον Όρος
καράβι αρματώνανε και καλοσυγυρίζαν
(μα δεν το φτιάνανε πλατύ, μαειδέ πολύ μεγάλο)
Στην πλώρη βάζουν το Σταυρό, στην πρύμνη το Βαγγέλιο
και μες στα μεσοκάταρτα την Παναγιά Παρθένα
να μην την βρουν οι άπιστοι (και μας την μαγαρίσουν.
-Σώπαινε, κυρα-Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις.
Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σου θα ‘ναι).
Τρεις καλογέροι Κρητικοί (Κύπρος)
Τρεις καλογήροι Κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγιον Όρος
καράβι-ν-αρματώσανε με το Χριστός Ανέστη
και ψάλλουν τον Χερουβικό και τ’ Άξιον Εστίν (ως)
φωνή τους ήλθε απ’ ουρανού και απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
“Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη
πήραν και την Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
μόν’ δώστε λόγο στη Φραγκιά…”
Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς ή αλλιώς Μοιρολόι της Παναγιάς (Κρήτη και Ηπειρωτική Ελλάς)
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».
Σώπασε κυρά Δέσποινα (Μακεδονία)
Έπαψ’ ευθύς η λειτουργιά, σωπάσαν οι ψαλτάδες, η εκκλησιά αναστέναξε, σβηστήκαν τα καντήλια, οι ‘κόνες άρχισαν να κλαιν, να χύνουν μαύρα δάκρυα. Κι ο βασιλιάς μετάλαβε με το φουσάτο τον όλο, και στ’ άλογο τον ρίχτηκε και πάει να πολεμήσει, λέγοντας προς την Παναγιά και τους Αγίους όλους:
– Σώπασε κυρά Δέσποινα, και σεις Άγιοι μην κλαίτε πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας θα’ ναι.
Και τη στιγμή που ο βασιλιάς από τη θύρα βγήκε, ένας πανέμορφος παπάς στα χέρια τον κρατώντας την Κοινωνιά και το Σταυρό και το Ιερό Βαγγέλιο, έβγαλε μιαν οργιά φτερά και σαν αητός υψώθη και πέταξε στους ουρανούς από ‘να παραθύρι, για να μην πέσουν στης Τουρκιάς τ’ αντίχριστα τα χέρια.
Τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (Πόντος)
ο Βασιλεάς ο Βασιλεάς, παργοριάν ‘κι παίρνε. Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν τσοι Τούρκους κρούγνε’ς σο σπαθίν, τσοι Τούρκους ‘ς σο κοντάριν, τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες, τσακώθεν το σπαθίν ατού, κι εσκίγεν το κοντάριν. Όντεν εκαλοτέρεσεν, απεσ’ τσοι Τούρκς επέμνεν κι όντεν εκαλοτέρεσεν και μοναχός επέμνεν. Κι ατοίν ατόναν έθαψα’ς σο χλοερόν τιουσ’ έκιν.
Ἀνώνυμος, Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως (μέσα 15ου αἰ.)
Θρῆνος, κλαυμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη,
θλίψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Pωμαίοις.
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλην τὴν ἁγία,
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους.
Tίς τό ᾿πεν; Tίς τὸ μήνυσε; Πότέ ᾿λθεν τὸ μαντάτο;
Kαράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Tενέδου
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το:
― «Kαράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;»
― «Ἔρκομαι ἀκ τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἀκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἀκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
Οἱ Tοῦρκοι ὅτι ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην,
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν».
― «Στάσου, καράβι, νὰ χαρεῖς, πάλι νὰ σὲ ρωτήσω:
Ἐκεῖ ᾿λαχεν ὁ βασιλεύς, ὁ κύρης Kωνσταντῖνος,
ὁ φρένιμος, ὁ δυνατός, ὁ περισσὰ ἀνδρειωμένος,
ὁ πράγος, ὁ καλόλογος, ἡ φήμη τῶν Pωμαίων;»
― «Ἐκεῖ ᾿λαχεν ὁ Δράγασης ὁ κακομοιρασμένος.
Σὰν εἶδεν τ᾿ ἄνομα σκυλιὰ κ᾿ ἐχάλασαν τοὺς τοίχους
κ᾿ ἐτρέξασιν κ᾿ ἐμπήκασιν πεζοὶ καὶ καβαλάροι
κ᾿ ἐκόπταν τοὺς χριστιανοὺς ὡς χόρτο στὸ λιβάδιν,
βαριὰ-βαριὰ ἀναστέναξεν μετὰ κλαυθμοῦ καὶ εἶπε:
«Ἐλέησον! πράγμα τὸ θωροῦν τὰ δολερά μου μάτια!
Πῶς ἔχω μάτια καὶ θωρῶ, πῶς ἔχω φῶς καὶ βλέπω!
Πῶς ἔχω νοῦν καὶ πορπατῶ στὸν ἄτυχον τὸν κόσμον!
Θωρῶ, οἱ Tοῦρκοι ἀνέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλην
καὶ τώρα ἀφανίζουσιν ἐμὲν καὶ τὸν λαόν μου».
Ἐβίγλισεν ὁ ταπεινὸς δεξιὰ καὶ ἀριστερά του·
θωρεῖ, φεύγουν οἱ Kρητικοί, φεύγουν οἱ Γενουβῆσοι,
φεύγουσιν οἱ Βενέτικοι κ᾿ ἐκεῖνος ἀπομένει.
Ἐλάλησεν ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ καμένα χείλη:
― «Ἐσεῖς, παιδιά μου, φεύγετε, πᾶτε νὰ γλυτωθεῖτε,
κ᾿ ἐμέναν ποῦ μ᾿ ἀφήνετε τὸν κακομοιρασμένο;
Ἀφήνετέ με στὰ σκυλιὰ κ᾿ εἰς τοῦ θεριοῦ τὸ στόμα!
Kόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Pωμαῖοι·
ἐπάρετέ το, Kρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Kρήτην
νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Kρητικοί, νὰ καρδιοπονέσουν,
νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν, ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν·
μηδὲ μὲ πιάσουν τὰ σκυλιά, μηδὲ μὲ κυριεύσουν
(ὅτι ἀνελεήμονα τῶν ἀσεβῶν τὰ σπλάχνα)
μηδὲ μὲ πᾶν στὸν ἀμιρά, στὸ σκύλον Μαχουμέτην,
μὲ τὸ θλιμμένον πρόσωπον, μὲ τὰ θλιμμένα μάτια,
μὲ τὴν τρεμούραν τὴν πολλήν, μὲ τὰ καμένα χείλη·
καὶ θέσει πόδαν ἄτακτο εἰς τὸν ἐμὸν αὐχένα·
(εἰς βασιλέως τράχηλον δὲν πρέπει ποὺς ἀνόμου)
μὴ μὲ ρωτήσει ὁ ἄνομος, νὰ πεῖ: «ποῦ ᾿ν᾿ ὁ Θεός σου;»
νὰ ρίξει ὁ σκύλος τὰ σκυλιὰ νὰ μὲ κακολογήσουν,
νὰ παίξουσιν τὸ στέμμαν μου, νὰ βρίσουν τὴν τιμήν μου·
ἀπεὶν μὲ βασανίζουσιν καὶ τυραννίζουσίν με,
νὰ κόψουν τὸ κεφάλιν μου, νὰ μπήξουν εἰς κοντάριν,
νὰ σκίσουν τὴν καρδία μου, νὰ φᾶν τὰ σωτικά μου,
νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ αἷμα μου, νὰ βάψουν τὰ σπατιά τους
καὶ νὰ καυχοῦνται οἱ ἄνομοι εἰς τὴν ἀπώλειάν μου».
Ἥλιε μου, ἀνάτειλε παντοῦ, σ᾿ οὗλον τὸν κόσμον φέγγε
κ᾿ ἔκτεινε τὰς ἀκτίνας σου σ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένη
κ᾿ εἰς τὴν Kωσταντινούπολην, τὴν πρώην φουμισμένην
καὶ τώρα τὴν Tουρκόπολην, δὲν πρέπει πιὸ νὰ φέγγεις.
Ἀλλ᾿ οὐδὲ τὰς ἀκτίνας σου πρέπει ἐκεῖ νὰ στέλλεις,
νὰ βλέπουν τ᾿ ἄνομα σκυλιὰ τὲς ἀνομίες νὰ κάμνουν,
νὰ ποίσουν στάβλους ἐκκλησιές, νὰ καίουν τὰς εἰκόνας,
νὰ σχίζουν, νὰ καταπατοῦν τὰ ᾿λόχρουσα βαγγέλια,
νὰ καθυβρίζουν τοὺς σταυρούς, νὰ τοὺς κατατσακίζουν,
νὰ παίρνουσιν τ᾿ ἀσήμια τους καὶ τὰ μαργαριτάρια
καὶ τῶν ἁγίων τὰ λείψανα τὰ μοσχομυρισμένα
νὰ καίουν, ν᾿ ἀφανίζουσιν, στὴν θάλασσα νὰ ρίπτουν,
νὰ παίρνουν τὰ λιθάρια των καὶ τὴν εὐκόσμησίν των
καὶ στ᾿ ἅγια δισκοπότηρα κοῦπες κρασὶ νὰ πίνουν.
ανακάλημα: θρήνος (ρ. ανακαλιέμαι στην Κύπρο).
απαραμύθητος: απαρηγόρητος.
απαντοχή: ελπίδα.
κάτεργον: πλοίο.
υπαντώ: συναντώ.
ακ (+αιτιατ.): από.
αστροποχάλαζη: αστραπή με χαλάζι, συμφορά.
γομάρι: φορτίο πλοίου.
αμέ: αλλά.
δολωμένος (για πράγματα): δολερός, δόλιος.
φέγγω: φωτίζω.
φουμισμένος: φημισμένος.
ποίσουν (ποιήσουν): κάνουν.
λιθάρι: πολύτιμος λίθος.
ευκόσμησις: τα στολίδια.
Καλογρηά (Μικρά Ασία)
Καλογρηά μαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι, και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει:
-Πάψε γρηά το μαγεριό κι η Πόλη θα Τουρκέψει.
-Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν, τότε κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα Τουρκέψει.
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν, κι ο αμηράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλάρης.
Θεσσαλία
Να ‘μαν δεντρί, λέει, στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη, και κόκκινη τριανταφυλλιά μεσ’ τους επτά ουράνους. Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πώς τουρκεύει.
“Πόλη μου, για δε χαίρεσαι; για δε βαράς παιγνίδια;
“Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιγνίδια. Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρν’ ο Τούρκος, κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει”.
Κρήτης
Πόλη και πού’ ν’ οι πύργοι σου, και τα καμπαναριά σου, και πού’ ν’ οι γι-αντρειωμένοι σου, ν-όμορφα παληκάρια; Η μαύρη γης τα χαίρεται, στο μαυρισμένον Άδη. Δεν έχω αμάχι τση Τουρκιάς, μηδέ κακιά του Χάρου, μον’ έχω αμάχι τση Φραγκιάς, αμάχι έχω του Φράγκου.
Καππαδοκία
Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν, το κάτω’ ποκοιμάται, το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλι. Κλαμμός, θραμμός που γένηκε εκείνην την ημέρα, ‘χασεν η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα.
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη, της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης, της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης, έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν, και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα, δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα, δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας· [. . .] να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων, και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε, τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε, την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε. [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες, και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα, σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης.
Ανδρόνικου Κάλλιστου
Ω Ρώμη θεία, τί ποτε δράσεις της θυγατρός γενομένης δούλης!
Ω μακαριώτατε πάτερ, πώς οίση τηλικούτων κακών; …
Ω θειοτάτη και μεγίστη πόλις των Ενετών,
τί δράσετε, νυν της αδελφής υμών και φίλης φθαρείσης!
Πού νυν αι τριήρεις υμών και νήες τον Εύξεινον εισπλέουσαι πόντον,
προσορμιούνται;
Ἐμμανουὴλ Γεωργηλὰς Λιμενίτης, Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως (β´ μισὸ 15ου αἰ.)
Θρῆνος γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Kωνσταντῖνο καὶ γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας
Ὦ Βασιλεῦ παμφρόνιμε, κακὸν ριζικὸν πού ᾿χες!
Nά ᾿χεν ἀστράψειν οὐρανός, νά ᾿χεν καγεῖν ἡ ὥρα,
τότες ὅταν ἀπέθανεν ὁ ἅγιος ἀδελφός σου,
ὁ βασιλεὺς ὁ φρόνιμος, σοφὸς ὁ Kαλοϊωάννης,
ἡ ρίζα τῶν φρονήσεων, ἡ δόξα τῶν Pωμαίων,
κλέος καὶ κάλλος καὶ τιμή, δεύτερος Πτολεμαῖος,
τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σπαθὶν ἀκονισμένον,
ρίζα καὶ φῶς τῶν εὐσεβῶν, χριστιανῶν Pωμαίων.
Ὦ Kαλοϊωάννη βασιλεῦ, πολλὰ κακὸν τὸ ποῖκες,
τότε, ὅταν ἀπέθανες, ἐκείνην τὴν ἡμέραν!
Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου ἦτον ὁ χαλασμός μας,
τῆς Πόλης τὰ θεμέλια τότ᾿ ἐξερριζωθῆκαν.
Ὦ Kωνσταντῖνε βασιλεῦ, τίς σου ἡ δόλια τύχη!
Ἐσέναν ἐθελήσασιν νὰ στέψουν βασιλέα.
Nά ᾿χε ᾿χαθεῖν ὁ ἥλιος, τ᾿ ἄστρη καὶ τὸ φεγγάριν,
ὅταν ἐσὺ βουλήθηκες νὰ βγεῖς ἐκ τὸν Μωρέα,
στὴν Πόλιν νὰ σὲ στέψουσιν βασιλέα Pωμαίων,
εἰς τὴν Kωνσταντινούπολιν, τὴν θλιβερὴν τὴν πόλιν,
διὰ τὴν τύχην τὴν κακήν, ἣν εἶχες εἰς τὸν κόσμον.
Ὦ Kωνσταντῖνε βασιλεῦ, πολὺν καιρὸν τὸ ποῖκες,
ὅταν ἐσὺ βουλήθηκες νὰ γένεις βασιλέας!
Nά ᾿χεν ἀστράψειν οὐρανός, νά ᾿χε καγεῖν ἡ ὥρα,
ὅταν ἐδόθην ἡ βουλὴ στῆς Πόλης τὸ παλάτιν,
καὶ βασιλέαν σὲ ἔστεψαν εἰς τὴν ἁγιὰν Σοφίαν.
Nά ᾿χεν ἀστράψειν οὐρανός, νά ᾿χε καγεῖν ἡ ὥρα,
ἥλιος, σελήνη μηδαμοῦ νὰ μ᾿ εἶχεν ξημερώσει.
Εἰς τοῦ Μαΐου τοῦ μηνός, εἰς τὰς εἴκοσι ἐννέα,
Tρίτην ἡμέραν δολερὴν ποὺ αὐθέντευεν <ὁ> Ἄρης,
ἐκείν᾿ ἡ ὥρα ἡ βαρεά, ἡ στιγμὴ τοῦ πλανήτου,
ἡ φούσκωσις Ἀνατολῆς, ἐπήρασι τὴν Πόλιν,
οἱ Tοῦρκοι, σκύλοι ἀσεβεῖς ― ὤ συμφορὰ μεγάλη! – ὅποιος ἔναι χριστιανός, τὴν Πόλιν ἂς τὴν κλαύσει
Λέγουν: «Oἱ Tοῦρκοι ἐσέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν,
καὶ τρέχουν καὶ κουρσεύουν την, πεζοὶ καὶ καβαλάροι,
τὴν Πόλιν τὴν θεόκτιστον.» Kαὶ τίς νὰ τὸ πιστεύσει;
Ἐγὼ ἀπιστῶ το, φίλε μου, τὸ δολερὸν μανδάτον.
Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Pωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλιβοῦν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκεν βασιλείαν Pωμαίων·
διατί ᾿τον σπίτιν ὁλωνῶν, Pωμαίων καὶ Λατίνων, ἡ Πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν
Ἡ παλαιὰ δόξα τῆς βασιλεύουσας
Ποῦ ᾿ναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ αἱ ἁγίαι εἰκόνες;
Ἡ Ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν: «Ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸν ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην.»
Kαὶ τοῦτο ἔνι ἀληθινόν, ὡς δοῦλοι τοῦ δεσπότου
εἰκόνες τε καὶ λείψανα ὅλα ἀναληφθῆκαν
εἰς οὐρανούς, εἰς τὸν Χριστόν, τὸν Kύριον τῆς δόξης.
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
Ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;
Oἱ ὕμνοι ποῦ ᾿ναι τὸ λοιπὸν καὶ ποῦ αἱ ψαλμωδίαι;
Kαὶ ποῦ εἶν᾿ οἱ δομέστικοι, ἡ μελωδιὰ ἀγγέλων,
ὁ ὕμνος τῆς ἁγιᾶς Σοφιᾶς, οἱ μυρωδιές, θυσίες;
Tί ἐγίνετον ἡ ψαλτική, οἱ καλὲς προσωδίες;
Ποῦ ἔναιν οἱ φιλόσοφοι, ρητορικοὶ Pωμαῖοι;
Ποῦ οἱ νηστειὲς Pωμαίων τε, παπάδων, ἡγουμένων,
νέων, γερόντων ἀληθῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ Λατίνων;
Tὰ τρίμερα τῶν Χριστιανῶν, Θεέ μου, δὲν τὰ θέλεις;
Nὰ σὲ δοξάζουν ἀσεβεῖς στὸ ἅγιόν σου σπίτιν,
ἀπέσω στὴν ἁγιὰν Σοφιάν, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων;
Tίς εἶδε ἢ τίς ἤκουσε ποτέ του τέτοιον πράγμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτιν τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Kύριε, οἱ Tοῦρκοι σοδομίτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες εἰς τόσην ἀνομίαν,
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ Χριστιανοί! Θεέ, Θεέ, πῶς τὸ ἀπομένεις;
Oἱ ἐδικές μου ἁμαρτιὲς τὸ προξενᾶσαν τοῦτο.
Ὁ ἐξανδραποδισμὸς τῶν κατοίκων
Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαημένη, τῆς Tρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνίκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸν σφόνδυλα, ὅλ᾿ ἁλυσοδεμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν,
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας,
τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα·
βλέπουν ἐμπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρας των ἐξάγκωνα δεμένους·
ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶ τὸν κύρην,
ἄφωνοι δίχως ὁμιλιὰν διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Oἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες
τῆς Πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες, πλούσιες, πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς Πόλης οἱ εὐγενικὲς οἱ ἀστραποκαημένες·
ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δύο ἀδελφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπάγαιναν μὲ τὸ σκοινὶν δεμένες.
Ἐστράφησαν ὀπίσω τες, βλέπουν τοὺς ἀδελφούς των
ὁμάδιν μὲ τὸν κύρην των νὰ κλαίγουν, νὰ θρηνοῦνται.
Tὸ δάκρυον τὸ ἀστάλακτον, ὁ βοϊσμὸς κλαμάτου,
ἐφαίνετο ἐβύθιζεν ἡ σφαίρωσις τοῦ Kρόνου,
νὰ κλαίει μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάναν,
τὰ κλάματα νὰ λούνουνται ὁ φίλος μὲ τὸν φίλον,
ὁ σύντεκνος τὴν σύντεκνον, ὁ γείτων πάλιν γείτων,
νὰ κλαίουν, νὰ θρηνίζονται, νὰ μεγαλοφωνάζουν,
ἐκ τὴν μεγάλην συμφορὰν πικρᾶς αἰχμαλωσίας.
Ἔκκληση στὴ Βενετία καὶ τὴ Γένοβα
Ὦ Βενετία φουμιστή, μυριοχαριτωμένη,
αὐθέντες εὐγενέστατοι, λάθος μεγάλον ἦτον,
εἰς τὴν Kωνσταντινούπολιν μεγάλον κρίμα ἦτον·
ποῦ ἦτον ἡ βοήθεια σας, αὐθέντες Βενιτσάνοι;
Tὸ δολερὸν καὶ σκοτεινὸν τῆς Πόλης τὸ μανδάτον,
λέγουν, οἱ Tοῦρκοι πήρασι τὴν Kωνσταντίνου πόλιν·
νὰ ποῦμεν ἐχάθη καὶ αὐτὴ ὡσὰν τὴν Σαλονίκην;
Tί ἐγίνετον ὁ μπάιλος, ποῦ οἱ πραγματευτάδες,
ποῦ τὸ λογάρι τὸ ἄμετρον καὶ ποῦ οἱ πραγματεῖες,
λιθομαργαριτάρια, ἀσήμιν καὶ χρυσάφιν,
καὶ στολισιὲς καὶ φορεσιὲς ὁπού ᾿χετε στὴν Πόλιν;
Ἔδε φωνὴν τὴν ἔσυρε κοράσιον ἐκ τὴν Πόλιν:
«Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν,
οἱ Tοῦρκοι νὰ κερδίσουσι τὴν Πόλιν τὴν ὀλβίαν;
νὰ κενωθοῦν τῶν Χριστιανῶν τὰ αἵματα ὡς ὕδωρ;»
Ὦ Γενουβῆσοι φρόνιμοι, ποῦ ᾿τον ὁ λογισμός σας
καὶ ποῦ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ποῦ ἡ συμβουλή σας;
Ποῦ εἶν᾿ τ᾿ ἀρχοντολόγια σας, ποῦ ᾿ναιν ἡ παρρησιά σας,
ποῦ ᾿ναι τ᾿ ἀσημοχρύσαφον καὶ τὸ πολὺν λογάριν,
ὁπού ᾿χετε στὸν Γαλατᾶν, εἰς τὰ σκηνώματά σας;
Kαὶ ποῦ ᾿ναιν οἱ εὐγενικὲς καὶ οἱ ἀρχοντοποῦλες,
τοῦ κάστρου οἱ Γαλατιανές, οἱ Γενοβεσοποῦλες;
Oἱ Tοῦρκοι τὲς ἐπήρασιν, ἀποκερδίσασίν τες.
Ὦ Γενουβέσοι φρόνιμοι, μὴ τὸ καταπατεῖτε,
τὴν δύναμίν σας βάλετε ὥστε νὰ ἐκδικηθεῖτε
τὰ ἔθνη τὰ ἀλλόπιστα στὴν βρωμερήν των πίστιν.
Μὴν τοὺς ἀφήσετε λοιπὸν στὴν Πόλιν νὰ σταθοῦσιν,
μηδὲ ριζώσουσιν ἐκεῖ ἢ νὰ πολυσταθοῦσιν
καὶ κάμουν ρίζες δυνατές, ἀνάσπαστες διόλου
εἰς τὴν Kωνσταντινούπολιν καὶ τίς νὰ τὲς ἀνασπάσει,
εἰ μὴ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ὁ παντεπόπτης καὶ ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἡ τοῦ Θεοῦ καὶ λόγου, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ μετὰ τῶν προφήτων.
Ἱέραξ, Χρονικὸν περὶ τῆς τῶν Τούρκων Βασιλείας (1580 περ.)
Πολιορκία καὶ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης
Ἄρτι φανέντος δ᾿ ἔαρος σὺν στρατιᾷ σουλτάνος
ἐπὶ τὴν πόλιν ἔφθασε μετὰ λαοῦ καὶ δόξης,
ἔφθασε πνέων τῷ θυμῶ καὶ τῆς ὀργῆς καὶ κότου,
ἔφθασεν εἰς τὴν δύστηνον ταύτην, τοῦ ἐκριζῶσαι
καὶ τοὺς Ρωμαίους ἅπαντας σχεδὸν τοῦ ἀφανίσαι·
ἔφθασε σβέσαι καὶ τὸ φῶς, ὄμμα τῆς οἰκουμένης,
ἔχων πληθὺν ἀμέτρητον, ἄπειρον, πολεμίαν,
ἔχων σφοδρὰν παράταξιν, ἱππότας, πεζοπόρους·
καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἐκύκλωσε τὴν Kωνσταντίνου πόλιν,
ὡς δράκων ὁ παγκάκιστος, λέων ἠγριωμένος
βρυχώμενος συρίσσων τε καὶ φονικὸν ἐμπνέων·
μετὰ τῶν ἄλλων δὲ κακῶν καὶ μηχανὴν εὑρῆκε·
ἐπάνωθεν τῆς πόλεως τοῦ Γαλατᾶ τῶν λόφων,
τριήρεις διεπέρασε εἰς κεράτιον κόλπον,
πλήθη ἀνδρῶν καὶ μηχανῶν ἐλάσας ἐν λιμένι,
ἃς καὶ κατήγαγεν αὐτὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου.
Ἐπεὶ δὲ ἐκωλύοντο ἁλύσεως ἐκτάσει,
ἣν ἀπ᾿ αὐλῆς τοῦ Βύζαντος ἥπλωσεν εἰς Γαλάτου,
τοιαῦτ᾿ ἐδολιεύσαντο, τοιαῦτα κατεπράξαν.
Ὡς δέ γε ἐκατέλαβον λιμένα αἱ τριήρεις,
καὶ τοῦτον ἐκυρίευσαν οἱ καταπολεμοῦντες.
Ἔφριξεν ὄχλος ὁ ἐντός, ὀ περικεκλεισμένος
ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν περιηγκαλισμένος
ἔκ τε θαλάσσης καὶ ἐκ γῆς, ἦν λοίσθια ἀποπνέων·
εἶτα σανίδας θέμενος γεφυρουργεῖ τὸν κόλπον·
ἐκ τοῦ ἑτέρου ἔναντι μέρους τῆς ξυλοπόρτας
ἀντεπεροῦντο δ᾿ ὡς βατὴν τὴν θάλασσαν οἱ Tοῦρκοι.
Ὡς δὲ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν ἦν πρὸς τὴν πόλιν ἅπαν,
ἐπολεμοῦντο ταῖς σκευαῖς τῆς πόλεως τὰ τείχη.
Ἀφοῦ δὲ πρὸ τῆς Χαρσοῦς τεῖχος κατεχαλάσθη,
τοῦ νῦν ἁγίου Pωμανοῦ, ὃν Tόπκαψι καλοῦσιν,
οἱ ὄντες τάλανες ἐντὸς θέμενοι κλιματίδας,
σανίδας, ὕλην, ἕτερα, ἕνεκα τῶν βολίδων,
τῶν φόνους, θραῦσιν ἐν αὐτοῖς πλείστων προξενησάντων,
ἐφύλαττον τὴν εἴσοδον, τὴν τῶν ἐχθρῶν πρὸς πόλιν·
σκηνὰς ποιήσαντες ἐκεῖ οὐκ εἶχόν τι καὶ δράσαι,
πρὸς ὕψος μόνον αἴροντες, εἶχον τὰς χεῖρας τούτων,
δακρυρροοῦντες ἅπαντες ἐκ βάθους τῆς καρδίας.
Tότε ἐν πόλει τις τυχὼν ἄρχων ἐκ τῆς Γενούας,
ᾧ κλῆσις ἦν Tζουστουνιάς, ἔχων καὶ νῆας δύο,
ἔστη ἐν μέσῳ τῷ λαῷ καὶ πᾶσι τοῖς ἐν πόλει,
καὶ λόγους εἶπε πρὸς αὐτοὺς λόγους ὑπὲρ τῶν πάντων.
«Ὦ βασιλεῦ, εἰ μὲν αὐτὸς μετὰ τῶν σῶν ἐνδόξων,
οὐ κατὰ τούτων δύνασθε ὑμῶν τῶν ἀντιπάλων
ἀνθίστασθαι καὶ μάχεσθαι, ἔμπροσθεν ἐν τῇ μάχῃ,
μαχήσομαι πρὸς τοὺς ἐχθρούς, φυλάξω καὶ τὴν πόλιν,
καὶ ἀρωγὸς γενήσομαι ὑμῶν καὶ τῆς πατρίδος».
Tοὺς ἡδυτάτους λόγους γοῦν ἐδέχοντο οἱ πάντες
καὶ τὴν ἑαυτοῦ τε ἀρετὴν ᾔνεσαν εὐχαρίστως.
Πρὸ πάντων δὲ ἦν πρόμαχος αὐτὸς ἐν ταῖς χαλάστραις,
ὡς ἔδει τε ἐμάχετο στερρῶς ἐν τῷ πολέμῳ·
ἀλλά γε βάσκανος ἀνήρ τις διὰ τουφεκίου
βάλλει ἐπὶ τῷ ἥρωι καὶ πλήττει τὸν γενναῖον,
καὶ φόνον προεξένησεν εἰς ἄνδρα τηλικοῦτον.
Λέγεται δὲ ἐκ τῶν ἐντὸς Ρωμαίων ἦν ὁ δράσας
τοῦτο τὸ ἐπιβούλευμα κατὰ τοῦ Γενουβίσου,
φθόνῳ τρωθείς, ὡς εἴθισται πάντοτε τοῖς βασκάνοις.
Εἰς δὲ τὰς νῆας εἰσελθὼν ἀπῆλθεν εἰς πατρίδα,
πνέων ἔτι ὁ δυστυχὴς τὰ λοίσθια θανάτου·
εἶτα ἐκεῖσε ἐκβιοῖ ταφεὶς παρὰ τῶν φίλων.
Tὴν δυστυχίαν δὲ αὐτῶν ὁρῶντες οἱ πολῖται
ἕτερον ἔθεντο εἰς νοῦν μηχάνημα ποιῆσαι,
τοῦ λυτρωθῆναι τῶν δεινων τῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐλθόντων,
ὃ τέλος εἴληφε κακόν, σχέτλιον δύσμορόν τε·
νέους ὡς τεσσαράκοντα ἔβαλον ἐν τριήρει,
λάθρα ἐκπέμψαντες αὐτοὺς πρὸς τῶν ἐχθρῶν τὸν στόλον,
ὡς ἂν τὰ πάντα καύσωσι, κατατεφρώσωσί τε
Tοῦ ἔργου δ᾿ ὄντος ἐν ἀκμῇ τότε τελειωθῆναι,
αἴφνης ἐπῆλθεν ἡ βολὶς ἄνωθεν ἐκ τοῦ πύργου,
σκευῆς μεγίστης καὶ κακῆς ἐξ ἄστεος Γαλάτου·
οἱ γὰρ οἰκοῦντες ἐν αὐτῷ ἐκέκτηντο φιλίας
μετὰ τῶν Tούρκων ἔξωθεν Βύζαντος μαχομένων·
τοίνυν κατεποντίσθησαν οἱ δυστυχεῖς οἱ νέοι,
καὶ οὐκ ὀλίγην ἔλαβον τὴν λύπην οἱ πολῖται,
ἐπὶ τῶν τεσσαράκοντα λέγω τῇ ἀπωλείᾳ.
Εἰς δὲ τὰ ἀπὸ Χριστοῦ ἔτη οἰκονομίας,
χίλια τετρακόσια πεντήκοντα καὶ τρία,
ἐγένετο τῆς πόλεως κύριος ὁ σουλτάνος.
Αἴφνης εἰσελασάντων γὰρ ἐντὸς μετὰ ἰσχύος
κατεπορθεῖτο δυστυχῶς αὕτη χερσὶ τῶν Tούρκων.
Oἱ δὲ Pωμαῖοι ἤγοντο δυστήνως εἰς δουλείαν,
ἄλλοι δὲ κατεβάφοντο αἵμασι πορφυρέοις,
ὀλοφυρμὸς δὲ καὶ κραυγὴ ἦν ἐπὶ τοῖς γενναίοις,
καὶ θνῆσις πλείστη μοναχῶν, ἀνδρῶν εὐλαβεστάτων·
μᾶλλον δὲ αἱ μονάζουσαι καὶ τίμιαι γυναῖκες
ἑλκόμεναι ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἦσαν ἐκ τῶν πλοκάμων,
ταχυδρομοῦσαι παρ᾿ αὐτῶν βιαίως καὶ βαρβάρως.
Ὁ Kωνσταντῖνος κράτωρ δέ, ὁ Δράγασης τοὐπίκλην,
ἐν τῷ μεγίστῳ τῷ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ Σοφίας,
τῆς παρ᾿ ᾿Iουστινιανοῦ ἐκ βάθρων ἐγερθείσης,
καταφυγὼν ὁ δυστυχὴς σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις,
μεταλαμβάνει τῶν φρικτῶν Κυρίου μυστηρίων
αὐτός τε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παῖδες ὁμοῦ καὶ δοῦλοι·
τὴν ὁμευνέτιν φεῦ! δ᾿ αὐτοῦ καρατομεῖ τὸ πρῶτον,
καὶ παῖδας καὶ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς οἰκείους πάντας,
μὴ ζῇν προκρίνας θανεῖν δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τὸ σέβας·
(τῆς ἀνοχῆς σου, δέσποτα καὶ βασιλεῦ τῶν ὅλων!)
αὐτὸς δ᾿ ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν εἰσέρχεται ξιφήρης
μετά τινων στρατιωτῶν, λοιπῶν τε καὶ ἐνδόξων,
ὡς πρὶν οἱ τρακόσιοι οἱ μετὰ Λεωνίδου
θανόντες ἐν τῷ Περσικῷ πολέμῳ καὶ τῇ μάχῃ·
ἦσαν δ᾿ ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν ἀνδραγαθοῦντες πλεῖστοι·
ἀλλ᾿ οὖν τὸ σμῆνος τῶν ἐχθρῶν ἴσχυεν, ὑπερεῖχε·
πᾶσι δὲ τάφος γέγονε πατρὶς ἡ παμφιλτάτη
τοῦ Kωνσταντίνου κράτορος καὶ τῶν ἀρίστων πάντων·
δεινὸν τὸ πλῆθος γάρ φησι σοφὸς ὁ Εὐριπίδης·
ὕστερον δὲ ἐφευρηκὼς τὴν κάραν ὁ σουλτάνος
τοῦ Kωνσταντίνου κράτορος, καὶ γνοὺς ἐκείνου οὖσαν,
καὶ τέρψιν σχὼν ἐγκάρδιον, ὡς νικητὴς Pωμαίων,
κύριος, κράτωρ γίνεται ταύτης τῆς Βυζαντίδος,
πατρίδος φίλης τῆς ἐμῆς πόλεως Kωνσταντίνου.
Ανωνύμων [από A. Elissen, Analecten der mittel und neugriechischen Literatur (1‐4, Lipsiae 1855‐1882)]
1. Ήλθε καιρός των χριστιανών, Λατίνων και Ρωμαίων,
Ρώσων και Βλάχων και Ουγκρών, Σέρβων και Αλαμάνων,
Όλοι να ομονοιάσουσιν, να γένουσι το ένα,
Και να ομοφωνήσουσιν οι χριστιανοί τε όλοι,
Και να σηκώσουν τον σταυρόν, του Χριστού το σημάδι
2. Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτραι ραγισθήτε
και ποταμοί φυράσετε και βρύσες ξεραθήτε
…………………………………………………
και συ σελήνη του ’ρανού την γη μη την φωτίσεις
και σεις νερά τρεχούμενα σταθήτε μην κινήσθε
και θάλασσα βρυχήθητι την συμφοράν της Πόλης
Έρευνα-Επιλογή για το NovoScriptorium: Έλενος Καγκασίδης
Leave a Reply