Η ιστορία σαρκάζει την «επιστήμη». Πόσα δεν στήριξαν στη δήθεν επιστήμη, οι επίδοξοι αναμορφωτές του κόσμου; Αλλά και πόσο αμάρτησαν εναντίον της! Αμάρτησαν γιατί δεν τη σεβάστηκαν, αμάρτησαν γιατί τη χρησιμοποίησαν υποτάσσοντάς τη στη σκοπιμότητα, αμάρτησαν γιατί από αληθινή επιστήμη τη μετέτρεψαν σε «επιστήμη», που λύνει τάχα όλα τα προβλήματα και που προπαντός απέδειξε την ανυπαρξία του Θεού. Ασφαλώς, η επιστήμη πρόσφερε και προσφέρει και θα προσφέρει πολλά. Η αληθινή επιστήμη είναι σεμνή, έχει επίγνωση των ορίων της, των δυνατοτήτων της μα και των κινδύνων που συναντά στον δρόμο της. Το μεγάλο της πρόβλημα είναι ο τρόπος που τη χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. Όταν απ’ τη μια μεριά εκδαπανάται για να αντιμετωπίσει τις ασθένειες και τ’ άλλα προβλήματα των ανθρώπων και ν’ ανεβάσει το επίπεδο της ζωής, και απ’ την άλλη χρησιμοποιείται για να κατασκευάζει «έξυπνες» βόμβες και χημικά όπλα, με τα οποία αφανίζεται ομαδικά η ζωή, τότε αυτοαχρηστεύεται και αυτοαναιρείται. Αυτές τις «δυνατότητες» της επιστήμης και τη χρήση τους, αυτή τη μετατροπή της σε τέχνη αδικίας και μέθοδο εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους, είναι που σαρκάζει η ιστορία.
Ο εμπαιγμός της Δημοκρατίας! Υποτίθεται ότι αγωνιστήκαμε για δημοκρατικότερους θεσμούς διακυβέρνησης, καυχηθήκαμε για το γκρέμισμα απολυταρχικών καθεστώτων, χύσαμε ποταμούς αιμάτων για την ελευθερία. Στο τέλος αυτού του πολιτισμού, πορευόμαστε σε ολοκληρωτικές δομές εξουσίας. Με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, χαλκεύονται σκληρότατα δεσμά. Η Δημοκρατία παραμένει κενός λόγος. Η εξουσία περιέρχεται στους λίγους και γι’ αυτό στους διεφθαρμένους. Το ανθρώπινο πρόσωπο υποτάσσεται σε ανθρώπινες δυνάμεις και οδηγείται στην περιφρόνηση και στον εξανδραποδισμό. Από την άλλη πλευρά, η υπερκατανάλωση, ενώ είναι η πιο χαρακτηριστική ομολογία απουσίας νοήματος ζωής, προσφέρεται απ’ αυτές τις εξουσίες, ως το αποτελεσματικότερο ψυχο-ναρκωτικό για να παραλύσει κάθε αντίδραση.
Ένας πολιτισμός βρίσκεται στο τέλος του – πολιτισμός που θεωρητικά αρνήθηκε τον Θεό αλλά ουσιαστικά αρνήθηκε τον άνθρωπο. Έτσι βιώνεται στην πράξη η άρνηση του Θεού. Ο Θεός δεν έπαθε τίποτα! Δεν στόχευσαν λάθος οι κτιστάδες αυτού του κόσμου, οι οποίοι μεθόδευσαν και μεθοδεύουν την κατακυρίευση όλων των λαών.
Ο Σαρκωμένος Θεός είναι ένας επικίνδυνος Θεός. Η Σάρκωση του Θεού είναι το μέτρο της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας. Έπρεπε να καταστραφεί το μέτρο για να εξαθλιωθεί ο άνθρωπος. Δεν στοχεύουν λάθος όσοι ζητούν σήμερα να αφανίσουν τις εικόνες απ’ τη σχολική τάξη – ξέρουν τι κάνουν… Διότι μια εικόνα του Χριστού θυμίζει στα παιδιά τη μοναδική τους αξία. Θυμίζει στα παιδιά ότι ένας Θεός έγινε άνθρωπος για χάρη τους. Να κατεβάσουμε τις εικόνες, ώστε να χαθεί το μέτρο, ν’ αλωνίζουν ελεύθερα οι παιδεραστές και οι ποικίλοι έμποροι, αφού πια το παιδί «ελεύθερα» θα μεταποιηθεί σε αντικείμενο χρήσης – έτσι σκέφτονται.
Σε ποια κοινωνία λοιπόν, ζουν σήμερα οι νέοι άνθρωποι; Είναι μια κοινωνία ακοινώνητη, ένα άθροισμα μοναχικών υπάρξεων, μια κοινωνία ανταγωνιστική. Κοινωνώ σημαίνει «μετέχω» και μάλιστα μετέχω με αγάπη στη ζωή και το πρόβλημα του άλλου. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου, οδήγησε στην αλλοτρίωση της κοινωνίας. Ο άνθρωπος έπαψε να είναι και να ζει σαν πρόσωπο και μετεβλήθη σε άτομο. Το πρόσωπο είναι μονάδα κοινωνική, δεν μπορώ να υπάρχω χωρίς τον άλλον. Το άτομο είναι μονάδα διαιρετική, το άτομό μου το ξεχωρίζω και το αντιπαραθέτω σε όλους τους άλλους. Αυτός ο πολιτισμός που καταρρέει, καυχήθηκε για τους αγώνες του για τα ατομικά δικαιώματα, αλλά η εμμονικότητα στην προβολή των ατομικών δικαιωμάτων έχει καταντήσει να είναι ό τι πιο αντι-ανθρώπινο υπάρχει. Είναι αυτή που δυναμίτισε την κοινωνική συνοχή, που έκανε όλους να υποπτεύονται όλους. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: Η ελευθερία, ως δικαίωμα του ανθρώπινου προσώπου, βιώνεται μόνο ως «συνελευθερία». Η ελευθερία μου είναι ελευθερία, όταν ελευθερώνει κι εσένα. Δεν μπορεί εγώ να είμαι ελεύθερος, αν η ελευθερία μου δεν ελευθερώνει και τον άλλο. Η ελευθερία, ως ατομικό δικαίωμα, σημαίνει ότι διεκδικώ την ελευθερία μου εις βάρος του άλλου. Κι ένα μέρος, μια αιτία της σημερινής κατάντιας μας είναι ότι καταφέραμε ακριβώς, να στρέψουμε την μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, στο όνομα των συμφερόντων. Θεωρήθηκε προοδευτικό να αρπάξω εγώ το πιο μεγάλο κομμάτι απ’ την πίτα, έστω κι αν εσύ μείνεις νηστικός. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς εμείς, σαν λαός που είχε και ευτυχώς (ακόμα, ως ένα βαθμό) έχει στην παράδοσή του έντονη την αίσθηση του άλλου, φτάσαμε σε τόση αποξένωση. Πώς τώρα, που οι στέγες των σπιτιών μας είναι τόσο κοντά, οι καρδιές μας απομακρύνθηκαν τόσο μακριά, καταπώς λέει κι ο Αντώνης Σαμαράκης. Και εδώ, η άρνηση του Θεού βρέθηκε σαν άρνηση του ανθρώπου.
Η επανεύρεση λοιπόν του άλλου, του πλησίον, είναι το θεμέλιο της κοινωνίας. Αυτή η επανεύρεση θεμελιώνεται στην πατερική αντίληψη που λέει: «Είδες τον αδελφό σου; Είδες τον Θεό σου». Θεμελιώνεται στον λόγο του Κυρίου μας: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25, 40). Η αληθής κοινωνία είναι η Εκκλησία. Σ’ αυτή την κοινωνία τα πρόσωπα αλληλοπεριχωρούνται «εν αγάπη». Οι δυνατοί βαστάζουν τα ασθενήματα των αδυνάτων και δεν ζουν για να αρέσουν στον εαυτό τους. Η αληθινή επανάσταση, η αληθινή κοινωνικοποίηση, είναι το να ξαναζήσουμε το ήθος και την αλήθεια που εκφράζουν τα λόγια που οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν για την πρώτη Εκκλησία: «Του δε πλήθους των πιστευσάντων ήν η καρδία και η ψυχή μία» (Πράξ. 4, 32).
(Πηγή: “Δεν έχουμε άλλο δρόμο από την Αγάπη!”, μακαριστού Παύλου Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης, 2019, Εκδόσεις ἐν πλῷ)
Leave a Reply