της Διονυσίας Μίσιου
Οι στασιώτες λήστευαν, μας λέει ο Προκόπιος, τους πλούσιους, δηλ. αποσπούσαν ό,τι πολύτιμο αυτοί έφεραν επάνω τους, κοσμήματα, χρυσές ζώνες και περόνες και πολυτελή ρούχα, έτσι που αυτοί στο εξής κυκλοφορούσαν χωρίς κοσμήματα και φορούσαν ζώνες και περόνες και ρούχα από ευτελέστερο υλικό πολλω ελασσόνως ή κατά την άξίαν ως
πλείστοι εχρώντο. Και όλα αυτά γίνονταν χωρίς ο αυτοκράτορας να αντιδράσει παρά το γεγονός ότι ήταν γνώστης όλων αυτών των γεγονότων, μια και αυτά γίνονταν μπροστά στα μάτια του μέσα στον ιππόδρομο.
Έχοντας υπόψη τα όσα έχουμε ήδη παρατηρήσει για τους βένετους στασιώτες, ότι εκπροσωπούσαν τις κατώτερες τάξεις της αυτοκρατορίας και ότι ήταν όργανα του ευσεβούς χριστιανού ορθόδοξου αυτοκράτορα Ιουστινιανού, και γνωρίζοντας το κοινωνικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας, μπορούμε να συνδυάσουμε τις πληροφορίες που αναφέραμε μόλις παραπάνω, και να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: οι στασιώτες
των Βένετων έβγαζαν μέσα στον ιππόδρομο λόγο γύρω από την κοινοκτημοσύνη των αγαθών και την ανάγκη να διατεθούν αυτά για την ανακούφιση των χριστιανών αδελφών, και στη συνέχεια προέβαιναν σε έρανο πιέζοντας τους πλούσιους να δώσουν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους. Ο έρανος αυτός επεκτεινόταν και στους δρόμους και στα σπίτια των πόλεων της αυτοκρατορίας.
Όπως μας έχει ήδη πληροφορήσει ο Προκόπιος, ο Ιουστινιανός είχε φανατίσει τους στασιώτες του. Μπορούμε, νομίζω, τώρα να προχωρήσουμε και να πούμε ότι ο ευσεβής ορθόδοξος αυτοκράτορας Ιουστινιανός ερέθισε τους στασιώτες του με τα ιδεώδη της Ορθοδοξίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Προκόπιος συνδέει την πολιτική του Ιουστινιανού με την πίστη του στο χριστιανισμό: Δόξαν δε βέβαιον αμφί τω Χριστώ έχειν εδόκει, αλλά — για τον αντιπολιτευόμενο Προκόπιο υπάρχει πάντα ένα αλλά — και τούτο επί φθόρω των κατηκόων,100 όπου φθόρος των κατηκόων, όπως φαίνεται από τις αμέσως επόμενες παραγράφους, είναι η ληστεία που υφίστανται από τη μεριά των ορθόδοξων ιερέων γιατί και για τους ορθόδοξους ιερείς ο Προκόπιος καταγγέλλει επίσης ότι λήστευαν τους συνανθρώπους τους και απολάμβαναν και αυτοί την εύνοια του αυτοκράτορα μάλιστα, τονίζει ο Προκόπιος, θα έλεγε κανείς ότι το δίκαιο υπήρχε για να αρπάζουν οι ιερείς το ξένο βίος και για να κυριαρχούν στους αντιπάλους τους.
Όπως είδαμε η Εκκλησία ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά της κοινωνικής αδικίας της εποχής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν περιορίζονται μόνον σε μία κριτική, αλλά απευθύνονται και στους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας με το αίτημα για υιοθέτηση μέτρων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην εποχή του Ιουστινιανού ο διάκονος Αγαπητός αφιέρωσε στον αυτοκράτορα το έργο Έκθεσις κεφαλαίων παραινετικών,
όπου μεταξύ άλλων παρακινεί τον αυτοκράτορα να επιβάλει την κοινωνική ισότητα: Σφόδρα μοι δοκεί ατοπώτατον είναι, οτι πλούσιοι και πένητες άνθρωποι εξ ανόμοιων πραγμάτων βλάβην πάσχουσιν ομοίαν. Οι μεν γαρ υπό τον κόρον διαρρήγνννται, οι δε υπο τον λιμον διαφθείρονται. καί οι μεν κατέχουσι του κόσμου τα πέρατα, οι δε ουκ εχουσι
πον στησαι τα πέλματα. Ίνα τοίνυν αμφω της υγείας τύχωσιν, αφαιρέσει και προσθέσει τούτους θεραπευτέον, και προς Ισότητα την ανισότητα μετενεκτέον.
Ο Ιουστινιανός, ο οποίος είχε πολύ μεγάλη ιδέα για την αυτοκρατορία και το αυτοκρατορικό αξίωμα και είχε πάρει πολύ στα σοβαρά τις ευθύνες του ως αρχηγού της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αποδέχτηκε τις παραινέσεις του Αγαπητού. Ανάμεσα στις παραινέσεις αυτές είναι και η προτροπή για
την αγρυπνία και ο Ιουστινιανός ήταν πραγματικά ένας αυτοκράτορας που αγρυπνούσε για τα συμφέροντα των υπηκόων του: Απάσας ημίν ημέρας τε και νύκτας συμβαίνει μετά πάσης αγρυπνίας τε και φροντίδος διάγειν αεί βουλευoμέvoις όπως αν χρηστόν τι και αρέσκον Θεώ παρ’ ημών τοις υπηκόοις δοθείη. Και ου πάρεργον την αγρυπνίαν λαμβάνομεν, αλλ’ είς τοιαύτας αυτήν αναλισκομεν βούλας διημερεύοντας τε και νυξίν εν ίσω ταις ήμεραις χρώμενοι, ώστε τους ημετέρους υπηκόους εν ευπάθεια γινεσθαι πάσης φροντίδος απηλλαγμένους, ημών είς εαυτούς τάς ύπερ απάντων μέριμνας αναδεχομένων.
Αλλά έχουμε και πιο άμεση απόδειξη για το ότι ο Ιουστινιανός υιοθέτησε την παραίνεση του Αγαπητού και γενικά της Εκκλησίας για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης θεωρείται από την Εκκλησία η αρχή της αυτάρκειας. Ο χριστιανός οφείλει να είναι αυτάρκης, με την έννοια του περιορισμού των αναγκών του στα πραγματικά απαραίτητα. Ο Ιουστινιανός είναι το καλύτερο παράδειγμα. Θυμηθείτε τα πολύ γνωστά χωρία του Προκόπιου που δείχνουν την αυτάρκεια του ανθρώπου, που ενώ ως αυτοκράτορας θα μπορούσε να γεύεται το πιο πλούσιο τραπέζι, αυτός αρκείται μόνο σε νερό και λίγα άγρια χόρτα.
Πληροφορίες για τη δράση των βένετων στασιωτών έχουμε και από τον Ευάγριο, ο οποίος ήταν αντίθετος προς την πολιτική του Ιουστινιανού και του οποίου η κριτική πήρε τέτοιες διαστάσεις που, όπως παρατηρεί ο Irmscher, μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που κάνει ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα. Αναφέρει λοιπόν ο Ευάγριος ότι οι Βένετοι απολάμβαναν τέτοια εύνοια από τον Ιουστινιανό, ώστε εξήν δε αυτοίς και τοις οίκοις επιέναι και τα εναποκείμενα κειμήλια ληιζεσθαι και τοις ανθρώποις τάς σφών πιπράσκειν σωτηρίας.
Η λέξη σωτηρία του χωρίου μάς πάει κατευθείαν στη χριστιανική διδασκαλία, η οποία αποβλέπει στη σωτηρία των ανθρώπων. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για κοινοκτημοσύνη και ισοκατανομή εντάσσεται και αυτή σε μία σωτηριολογική προοπτική. Οι Βένετοι που επισκέπτονταν τα σπίτια, έκαναν κήρυγμα υπέρ της κοινοκτημοσύνης και καλούσαν τους συμπολίτες τους να προσφέρουν στο κοινό ταμείο σώζοντας τις ψυχές τους, εξασφαλίζοντας έτσι την σωτηρία τους.
Μέσα σ’ αυτά τα συμφραζόμενα θα πρέπει να εννοήσουμε το χωρίο του Ευάγριου. Το ότι αμέσως στις επόμενες γραμμές χρησιμοποιεί τη λέξη σωτηρία με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, δεν ανατρέπει την ερμηνεία που δώσαμε, γιατί κάλλιστα θα μπορούσε ο Ευάγριος να παίζει με τις λέξεις και ακριβώς πάνω σ’ αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις στηρίζονται πολλές κατηγορίες-συκοφαντίες κατά των χριστιανών π.χ. επειδή οι χριστιανοί μιλούσαν για αγάπη, ονομάζονταν μεταξύ τους αδελφοί και έδιναν τον αδελφικό ασπασμό, κυκλοφορούσαν οι συκοφαντίες ότι στις συγκεντρώσεις τους γίνονταν οιδιπόδειες μείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση ανάλογες είναι και οι συκοφαντίες κατά των βένετων στασιωτών. Μία έρευνα που μένει να γίνει για να συμπληρώσει τη μελέτη αυτή, αλλά και που ξεπερνάει τα πλαίσια της ανακοίνωσης αυτής, είναι η σχέση των Ανεκδότων με τα κείμενα των λογίων εθνικών που άσκησαν κριτική στον χριστιανισμό, αλλά και με τα απολογητικά κείμενα των χριστιανών.
Για να επανέλθουμε όμως στο χωρίο του Ευάγριου και στην ερμηνεία που δώσαμε: Η έκφραση του χωρίου τάς σφών πιπράσκειν σωτηρίας μάς πάει σ’ ένα άλλο χωρίο, του Αγαθία αυτή τη φορά, που χαρακτηρίζει ως εμπορία την προσφορά χρημάτων για την εξασφάλιση της σωτηρίας. Όταν το 557 η Κωνσταντινούπολη ταρακουνήθηκε από έναν ισχυρό σεισμό, κυκλοφόρησε η φήμη ότι έφτανε το τέλος του κόσμου. Ο πληθυσμός πανικοβλήθηκε. Τότε μερικοί κατέφυγαν στα βουνά και έγιναν μοναχοί, άλλοι έκαναν δωρεές στις εκκλησίες, και οι πλούσιοι έκαναν ελεημοσύνες στους φτωχούς. Μόλις όμως πέρασε ο κίνδυνος, οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στις παλιές τους συνήθειες, που δείχνει, σχολιάζει ο Αγαθίας, ότι δεν οδηγήθηκαν στις αγαθοεργές πράξεις από αίσθημα δικαιοσύνης και ευσέβειας, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τις πράξεις τους εμπορία σφαλερωτάτη, εφ’ ώ το παρόν δήθεν εκφυγείν και παρακρούσασθαι.
Η πληροφορία αυτή του Αγαθία είναι σημαντική και από την εξής πλευρά για το θέμα μας: Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης έσπευσαν να μοιράσουν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς, γιατί θεώρησαν το σεισμό ως θεϊκή τιμωρία, μια και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν προβεί στην πράξη αυτή που σημαίνει ότι στην περίοδο που προηγήθηκε, μέσα στη βασιλεία του Ιουστινιανού, θα πρέπει να παρατηρήθηκε μία
ζωηρή κίνηση, μία προπαγάνδα υπέρ της κοινοκτημοσύνης.
Υπήρξαν βέβαια και περιπτώσεις που σημειώθηκαν και παρέκτροπα και σίγουρα δεν θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες του Προκόπιου ότι σημειώθηκαν ακόμη και φόνοι. Σε μία εποχή πολιτικού και θρησκευτικού φανατισμού, όπως είναι και η εποχή του Ιουστινιανού, τέτοια επεισόδια είναι σχεδόν αναπόφευκτα. ‘Αλλωστε δεν θα είναι η
πρώτη φορά που ζηλωτές χριστιανοί θα προχωρήσουν σε πράξεις βίας.
Από την άλλη μεριά όμως δεν είμαστε και σίγουροι για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί δράστες όλων αυτών των επεισοδίων. Οι Πράσινοι κατηγορούν τους Βένετους και οι Βένετοι κατηγορούν τους Πράσινους πως είναι οι δράστες των επεισοδίων, ακριβώς για να συκοφαντήσουν τους Βένετους. Εκείνο που πρέπει πάντως να τονίσουμε είναι ότι τα
επεισόδια αυτά δεν απέκτησαν διαστάσεις, κάτι που και ο ίδιος ο Προκόπιος δεν παραλείπει με τον τρόπο του να ομολογήσει: παρά το γεγονός ότι παραχωρήθηκε στους Βένετους απεριόριστη ελευθερία, αυτοί έδειξαν φρόνηση και δεν εκμεταλλεύτηκαν τη σκανδαλώδη εύνοια που απολάμβαναν από τις αρχές: Καί αυτοί μέντοι προϊόντος ήδη (του δει)νού σωφρονέστατοι έδοξαν είναι ανθρώπων απάντων. Ενδεεστέρως γαρ ή
κατά την εξουσίαν ημάρτανον.
Τέλος ο Προκόπιος μας δίνει και άλλες πληροφορίες για τη δράση των βένετων στασιωτών, που δε συμφωνούν με την εικόνα που θέλει να υποβάλει, ότι οι βένετοι στασιώτες ήταν οργανωμένοι σε ληστρικές συμμορίες.
Οι δικαστές, μας λέει ο Προκόπιος, πιέζονταν να βγάζουν αποφάσεις όχι σύμφωνες με τον νόμο, αλλά σύμφωνες με τις επιθυμίες των βένετων στασιωτών. Πολλοί δανειστές αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα γραμμάτια στους οφειλέτες τους, χωρίς να έχουν πληρωθεί τα χρήματα τους. Πολλοί επίσης αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερους τους δούλους τους, όπως επίσης να επιτρέψουν σχέσεις ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερες
γυναίκες, ενώ πλούσιοι γονείς αναγκάστηκαν από τα παιδιά τους, που είχαν προσχωρήσει στους στασιώτες, να προσφέρουν σ’ αυτούς τα χρήματα τους.
Όλες αυτές οι ενέργειες εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της χριστιανικής διδασκαλίας, που απονομή δικαιοσύνης δε θεωρεί εκείνη που γίνεται με αυστηρά νομικά πλαίσια, που ήταν αντίθετη στον δανεισμό και τον τοκισμό, στη διαίρεση σε ελεύθερους και δούλους και που αποσκοπούσε να πείσει τους πλούσιους να προσφέρουν την περιουσία τους στο κοινό ταμείο υπέρ των αδελφών χριστιανών που είχαν ανάγκη.
Ο Προκόπιος μας πληροφορεί ότι οι βένετοι στασιώτες ως προς την κόμη τους ακολούθησαν την περσική και την ουνική μόδα, και αυτό είδαμε πως δέχονται και οι νεότεροι ερευνητές. Ωστόσο όμως υπήρχαν πολύ πιο κοντινά πρότυπα, οι μοναχοί. Είναι γνωστό ότι οι μοναχοί όχι μόνον έτρεφαν πολύ μακριές γενειάδες, αλλά και η κριτική κατά του ξυρίσματος που ήταν και ο κατεξοχήν καλλωπισμός των αντρών την εποχή εκείνη, προερχόταν, όπως είδαμε, από τους ασκητικούς εκκλησιαστικούς
κύκλους.
Σύμφωνα εξάλλου με τις Αποστολικές Διαταγές οι χριστιανοί έπρεπε να μην κόβουν τα γένια τους και να μετριάζουν κάπως τα μαλλιά τους: Το υπό της φύσεως σου διδόμενον εκ Θεού κάλλος μη προσεπικαλλώπιζε, αλλά ταπεινοφρόνως μετρίασον αυτό προς ανθρώπους ούτω, την τρίχα σου της κόμης μή παρατρέφων, μάλλον δε συγκόπτων και καθαίρων αυτήν. ίνα μή κατακτενιζομένου σο και άσκυλτον τηρούντος τήν κεφαλήν ή καταμμυρισμένου σου, επαγάγης σεαυτω τάς όντως αγρευομένας ή αγρενούσας γνναίκας. . . Χρή δε ουδέ γενείου τρίχας διαφθείρειν και τήν μορφήν τον άνθρωπον παρά φύσιν εξαλλάσσειν ουκ απομαδαρώσετε, φησίν ο νόμος, τους πώγωνας υμών.
Οι βένετοι στασιώτες δέχτηκαν λοιπόν την επίδραση των εκκλησιαστικών και ιδιαίτερα των μοναστικών ασκητικών κύκλων και βέβαια όχι μόνον στην εμφάνιση, μια και είναι γνωστή η κοινωνική δραστηριότητα των βυζαντινών μοναχών και κληρικών. Οι βένετοι στασιώτες δέχτηκαν αλλά και άσκησαν επίδραση στην κοινωνία του Βυζαντίου.
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, περίοδο διωγμών, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί θέμα για ιδιαίτερη εμφάνιση των κληρικών. Με την αναγνώριση όμως του χριστιανισμού εμφανίστηκε μία τάση που απέβλεπε στην εξύψωση του ιερατικού αξιώματος και στη διάκριση των κληρικών από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Η τάση
όμως αυτή συνάντησε την αντίδραση της συγκλήτου που με τη συνείδηση ότι διαφυλάσσει τις αρχαιότερες και καλύτερες παραδόσεις της Ρώμης διεκδικούσε για τον εαυτό της μόνον ένα ιδιαίτερο κύρος.
Στην εποχή όμως του Ιουστινιανού μέσα στα πλαίσια της όλης πολιτικής του αυτοκράτορα αλλά και χάρη στην επίδραση των βένετων στασιωτών με τους οποίους, όπως είδαμε, οι κληρικοί είχαν κοινή δράση, το ρεύμα αυτό που απέβλεπε στην εξύψωση του ιερατικού αξιώματος, ενισχύθηκε και οι κληρικοί προβάλλουν ως ξεχωριστή τάξη με ιδιαίτερο σχήμα η ύπαρξη της τάξης αυτής γίνεται από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα
της κοινωνίας του Βυζαντίου.
Θα πρέπει ακόμη να δεχτούμε ότι οι κληρικοί υιοθέτησαν και στοιχεία της εμφάνισης και της ενδυμασίας των βένετων στασιωτών. Η γενειάδα έγινε απαραίτητο στοιχείο των κληρικών της Ανατολικής Εκκλησίας, ενώ από την άλλη μεριά τα φαρδιά μανίκια και το ευπάρυφο που χαρακτηρίζουν την ενδυμασία των στασιωτών, χαρακτηρίζουν και τα ενδύματα των κληρικών.
Στην επίδραση των βένετων στασιωτών και τη δημιουργία της τάξης των κληρικών θα πρέπει να αποδώσουμε, νομίζω, και την καθιέρωση από την εποχή αυτή στη βυζαντινή τέχνη του τύπου του γενειοφόρου Χρίστου. Ο τύπος αυτός είχε εμφανιστεί με την αναγνώριση του χριστιανισμού, τον 4ο αι., συνυπήρχε όμως με τον τύπο του αγένειου Χριστού, ο οποίος και υπερείχε. Από τον 6ο αι. όμως επικρατεί ο τύπος του γενειοφόρου Χριστού. Η μη ύπαρξη ανατολικών στοιχείων στη μορφή ορισμένων απεικονίσεων του Χριστού με γένια δείχνει ότι το ερώτημα «Ρώμη ή Ανατολή» που έθεσε ο J. Strzygowskij δεν αρκεί για να ερμηνεύσει τη βυζαντινή τέχνη. H εισαγωγή ή η καθιέρωση νέου τύπου
είναι δυνατόν να συνδέεται με πολιτικές ή κοινωνικές ανακατατάξεις.
Στην εποχή του Ιουστινιανού η αυτοκρατορία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα. Εκτός από τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι διάφορες συμφορές που έπληξαν την αυτοκρατορία. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ο σεισμός του 526 κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την Αντιόχεια, και τα θύματα λέγεται ότι έφτασαν τις 250.000. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση του Ιουστινιανού ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει μία αυστηρότερη οικονομική πολιτική. Έδει δέ χρημάτων, τονίζει ο Ιωάννης
Λυδός, και ουδέν ήν άνευ αυτών πραχθήναι των δεόντων.
Οι ιδιαίτερες αυτές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του Ιουστινιανού, ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνον σε κηρύγματα υπέρ της κοινοκτημοσύνης και της ανακατανομής του πλούτου, αλλά προχώρησε σε μέτρα που έπλητταν τις ιθύνουσες τάξεις της αυτοκρατορίας.
Από την άποψη αυτή οι βένετοι στασιώτες μπορούμε να πούμε ότι προετοίμασαν και προπαγάνδισαν τη φορολογική πολιτική του αυτοκράτορα. Από τη στιγμή που τα μέτρα τέθηκαν σε ισχύ, η σκυτάλη πέρασε στους υπαλλήλους της αυτοκρατορίας. Σε Νεαρά του Ιουστινιανού αναφέρεται ότι οι υπάλληλοι «ενώ θα διατηρούν τα χέρια τους καθαρά από
δωροδοκίες θα πρέπει ως εθελοντές φρουροί να προσέχουν το τεράστιο κρατικό εισόδημα πολλαπλασιάζοντας το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλό της αυτοκρατορίας». Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι αρνούνται να καταβάλουν τους φόρους, οι υπάλληλοι θα έπρεπε να τους αναγκάσουν να πληρώσουν. Αν και στη νομοθεσία διατηρήθηκε η διάκριση για τους honesti και humiles (δυνατούς και ευτελείς)
κατά την επιβολή ποινής, στην πράξη φαίνεται ότι η διάκριση καταργήθηκε. Έτσι θα πρέπει να εννοήσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες που βρίσκουμε στον Προκόπιο για φυλακίσεις και δαρμούς.
Αν οι υπάλληλοι έδειχναν συμπάθεια προς τους υπηκόους και δεν τους πίεζαν για μεγαλύτερες εισφορές προς το δημόσιο, θεωρούνταν, μας λέει ο Προκόπιος, ότι είχαν αρχαιότροπον φύσιν και ότι ήταν αχρείοι τε και του καιρού το παράπαν αλλόκοτοι και παύονταν από την υπηρεσία. Αντίθετα όσοι από τους υπαλλήλους, συνεχίζει ο Προκόπιος, είχαν να επιδείξουν περισσότερους φόνους και ληστείες, αυτοί αποκτούσαν δόξα. Το γαρ του φονέως τε και λοστού ovoμα ες το του δραστηρίου αυτοίς αποκεκρίσθαι ξυνεβαινεν. Στον κατάλογο των ληστών και των φονιάδων που συμπεριλάμβανε τον Ιουστινιανό, τους βένετους στασιώτες και τους ορθόδοξους ιερείς, προστίθενται τώρα και οι υπάλληλοι. Είναι όλοι αυτοί που εμπνεύστηκαν, προπαγάνδισαν και εφάρμοσαν μια πολιτική που εστρεφετο κατά των ιθυνουσών τάξεων, τις οποίες και εκπροσωπεί ο Προκόπιος.
Η εποχή του Ιουστινιανού χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια για επιβολή του χριστιανικού ιδεώδους. Αν όμως ο κύκλος του Προκόπιου θεωρούσε την προσπάθεια αυτή καταστροφική για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, υπήρχαν άλλοι κύκλοι που διακατέχονταν από έντονη αισιοδοξία, την οποία και βλέπουμε να καθρεφτίζεται στο έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη.
Από την άλλη μεριά η Αγία Σοφία με τον τεράστιο τρούλο της συμβόλιζε αυτό που πολλοί πίστευαν ότι είχε συντελεστεί στην εποχή του Ιουστινιανού, ότι δηλ. είχε επιτευχθεί η μίμηση της ουράνιας βασιλείας, ότι ο ουρανός κατέβηκε στη γη.
(Τέλος)
(Πηγή: Α’ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση)
Leave a Reply