Στο άρθρο αυτό αναλύουμε με πρωτότυπο τρόπο επιλεγμένα αποσπάσματα από την τραγωδία του Αισχύλου, ‘Αγαμέμνων‘.
1) (στιχ. 55-56) ύπατος δ’ αίων ή τις Απόλλων ή Πάν ή Ζεύς (…) (στιχ. 58-59) υστερόποινον πέμπει παραβάσιν Ερινύν.
Νέα Ελληνική: αντιλαμβάνεται όμως κάποιος θεός, ή κάποιος Απόλλων ή Πάνας ή Ζεύς (…) και πέμπει αργότερα/έπειτα την Ερινύα ώστε να τιμωρηθεί η παράβαση
Ανάλυση: Είναι φανερό εδώ πως ενώ χρησιμοποιούνται διάφορα ονόματα ‘θεών’, κυριαρχεί ένας ‘αγνωστικισμός’ για το ποιος ακριβώς καθορίζει τις τιμωρίες των παραβάσεων. Όμως:
2) (στιχ. 147-153) Ζεύς, όστις ποτ’ εστίν, ει τόδ’ αυτώ φίλον κεκλημένω, τούτο νιν προσεννέπω. ουκ έχω προσεικάσαι πάντ’ επισταθμώμενος πλήν Διός, ει το μάταν από φροντίδος άχθος χρή βαλείν ετητύμως.
Νέα Ελληνική: Ο Ζεύς, όποιος κι αν είναι, με τούτο αν του αρέσει τ’ όνομα να τον καλούν, έτσι κι εγώ τον λέω. Δεν βρίσκω, ζυγιάζοντας τα πάντα με το νου μου, κανέναν έξω από το Δία, για να μπορέσω αληθινά το μάταιο να ξαλαφρώσω βάρος που σφίγγει την ψυχή μου.
Ανάλυση: Εδώ λοιπόν γίνεται σαφής αναφορά ότι η θεϊκή αρχή και εκείνος που καθορίζει τα πάντα, εκείνος που είναι ο μόνος που μπορεί να ξαλαφρώσει τον άνθρωπο από τα (ψυχικά) βάρη του, είναι αποκλειστικώς ο Ζευς. Όμως, εδώ ο Αισχύλος με αριστουργηματικό τρόπο καταθέτει πως το όνομα αυτό που οι θνητοί έχουν δώσει στον Ύπατο θεό είναι ‘σχετικό’. Τούτο δηλώνεται σαφώς με την φράση ‘Ο Ζευς, όποιος κι αν είναι’. Διακρίνουμε λοιπόν ένα συγκαλυμμένο Μονοθεϊσμό, μάλιστα δε με ‘αγνωστικισμό’ όσον αφορά στο όνομα του Όντος. Κατά σύμβαση, όπως ακριβώς έχουμε καταδείξει ότι έκαναν και οι Ορφικοί σε προηγούμενο άρθρο, το ονόμασαν ‘Ζήνα’ ή ‘Δία’.
3) (στιχ. 159-163) Ζήνα δε τις προφρόνως επινίκια κλάζων τεύξεται φρενών το πάν, τόν φρονείν βροτούς οδώσαντα, τόν πάθει μάθος θέντα κυρίως έχειν.
Νέα Ελληνική: Όταν από την καρδιά σου υμνολογείς τον Ζήνα για τις νίκες σου, έχεις την πιο μεγάλη φρόνηση πετύχει. Αυτός εχάραξε το δρόμο της φρονιμάδας στους θνητούς κι ατράνταχτο τους έβαλε νόμο, το πάθος μάθος.
Ανάλυση: Αποτελεί την πιο μεγάλη φρόνηση η υμνολογία-δοξολογία του Ζηνός. Ο δρόμος του Ζηνός/Διός είναι ο δρόμος της φρόνησης/σωφροσύνης. Προς συνετισμό δε των θνητών που παρεκκλίνουν από αυτή την οδό, όρισε να ‘παθαίνουν’ για να ‘μαθαίνουν’. Οι δυσκολίες λοιπόν των ανθρώπων μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι συνιστούν ‘παιδαγωγία άνωθεν’. Το οποίο επίσης συνεπάγεται πως ο Ζεύς επιθυμεί για όλους τους ανθρώπους να βαδίζουν στην οδό της φρόνησης, ειδάλλως γιατί να επιτρέπει τις διάφορες δυσκολίες προς ‘μάθηση’; Επιπλέον, εφόσον η ‘οδός της φρόνησης’ ταυτίζεται με τον Ζήνα, εξάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα πως ο Ζεύς δεν επιθυμεί κανείς άνθρωπος να ζει ‘μακριά του’ ή ‘δίχως αυτόν’. Επίσης έτερο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ένας δρόμος χωρίς θεό είναι ένας δρόμος χωρίς φρόνηση, άρα, ξεκάθαρο είναι, ως εκ του αντιθέτου πόρισμα, πως η ‘αθεΐα’ είναι μια καταδικαστέα κατάσταση, αφροσύνης/παραφροσύνης – ακριβώς όπως μας την έχει περιγράψει και ο Όμηρος– και για τον Αισχύλο.
4) (στιχ. 441-453) κελαιναί δ’ Ερινύες χρόνω τυχηρόν όντ’ άνευ δίκας παλιντυχεί τριβά βίου τιθείσ’ αμαυρόν, εν δ’ αίστοις τελέθοντος ούτις αλκά. το δ’ υπερκόπως κλύειν εύ βαρύ. βάλλεται γαρ όσσοις Διόθεν κεραυνός. κρίνω δ’ άφθονον όλβον. μήτ’ είην πτολιπόρθης μήτ’ ούν αυτός αλούς υπ’ άλλων βίον κατίδοιμι.
Νέα Ελληνική: έρχεται χρόνος που μ’ ενάντιο γύρισμα της τύχης οι μαύρες Ερινύες αφανίζουν εκείνον που έξω από το δίκιο ζούσεν ευτυχισμένος. κι όποιος σε τέτοιο πέσει χαλασμό, καμιά δε βρίσκει σωτηρία. είναι βαρύ να έχεις τρανή και ξιπασμένη δόξα. Σε χτυπάει κατάματα του Δία ο κεραυνός. Θέλω την ευτυχία που δε φέρνει φθόνο, μηδέ τις πόλεις να κουρσεύω, μήτε να ζήσω τη ζωή μου στους άλλους σκλαβωμένος.
Ανάλυση: Εδώ ο Αισχύλος ταυτίζει την ιδέα της Δικαιοσύνης με τον Δία. Εκείνος είναι που βλέπει τα πάντα και απονέμει αυτήν στον καθένα κατά τα έργα του. Βαθιά είναι η πίστη ότι όσοι ζουν ‘έξω από το δίκιο’, όσοι έχουν ‘τρανή και ξιπασμένη δόξα’, τιμωρούνται άνωθεν. Οι ‘άδικοι’ και ‘υπερήφανοι’ λοιπόν, καταθέτει ο Αισχύλος, θα λάβουν την τιμωρία τους από τον Δία (έμμεσα –Ερινύες– ή άμεσα – κεραυνός). Και μάλιστα αυτή μπορεί να είναι ‘κατακέφαλη’ και σφοδρότατη (κεραυνός κατάματα). Σαφώς συσχετίζει τη διαιώνιση του φθόνου, του πολέμου, του νοσηρού ανταγωνισμού για τα υλικά πράγματα αλλά και την εξουσία ανάμεσα στους ανθρώπους με την ‘ευτυχία’ η οποία αποκτήθηκε με αδικία και υπερηφάνεια. Καταλήγοντας λοιπόν, διαπιστώνουμε πως ο Αισχύλος έχει εντοπίσει τον ‘πυρήνα του κακού’ στις ανθρώπινες κοινωνίες: φιλαρχία, υπερηφάνεια, φιλοκτημοσύνη. Η δε αδικία άρρηκτα συνδέεται με κάθε ένα εκ των παθών αυτών και των συγγενών τους.
5) (στιχ. 517) χαίω, τεθνάναι δ’ ουκέτ’ αντερώ θεοίς
Νέα Ελληνική: χαίρομαι κι ας πεθάνω, αν θέλουν οι θεοί
Ανάλυση: Υπό το πρίσμα του θείου θελήματος, ακόμη και το γεγονός του θανάτου αποκτάει άλλη διάσταση για τον Αισχύλο. Το θείον θέλημα είναι χαρά για τον άνθρωπο, ακόμη και όταν, φαινομενικά, αφορά κάτι θλιβερό, όπως είναι ο θάνατος. Η εκτίμησή μας είναι ότι για να γραφτεί ένα απόσπασμα όπως αυτό απαιτείται μια ολόκληρη στιβαρή θεολογία για να το υποστηρίξει. Συνοψίζοντας:
α) υπάρχει το ‘θείον’ – όπως είδαμε πιο πάνω, ουσιαστικώς μόνον ο Ζεύς υπάρχει, το Όντως Όν.
β) υπάρχει το ‘θείον θέλημα’.
γ) υπάρχει το ‘ανθρώπινο θέλημα’.
δ) όταν ο άνθρωπος αποδέχεται το ‘θείον θέλημα’, βαδίζει στον δρόμο του θεού και είναι σώφρων.
ε) όταν ο άνθρωπος δεν αποδέχεται το ‘θείον θέλημα’ και βαδίζει τους δικούς του δρόμους, μάλιστα δε ενάντιους του θεού, δεν είναι σώφρων.
στ) η ευτυχία στην επίγεια ζωή επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος συνειδητά επιλέξει την αποδοχή του θείου θελήματος σε όλες τις πτυχές της ζωής του, ακόμη και στις πιο δυσάρεστες.
6) (στιχ. 896-904) θεούς τοι τοίσδε τιμαλφείν χρεών. εν ποικίλοις δε θνητόν όντα κάλλεσιν βαίνειν εμοί μεν ουδαμώς άνευ φόβου. λέγω κατ’ άνδρα, μή θεόν, σέβειν εμέ. χωρίς ποδοψήστρων τε και των ποικίλων κληδών αυτεί. και το μη κακώς φρονείν θεού μέγιστον δώρον. ολβίσαι δε χρη βίον τελευτήσαντ’ εν ευεστοί φίλη. ει πάντα δ’ ως πράσσοιμ’ άν, ευθαρσής εγώ.
Νέα Ελληνική: να τιμάμε πρέπει μονάχα τους θεούς με τούτα. φοβάμαι όντας θνητός να περπατήσω πάνω σε τέτοια πλουμιστά στολίδια. σαν άντρα κι όχι σαν θεό σου λέω να με τιμάς. Η καλή φήμη ολούθε πολύβουη φτάνει και χωρίς τα πλούσια χαλιά και τα στολίσματα. μεγάλο δώρο θεού είναι το μη κακώς φρονείν. Ευτυχισμένο να λογαριάζεις όποιον μες στη χαρά τελειώνει τη ζωή του. Αν έτσι κάνω πάντα, δεν φοβάμαι.
Ανάλυση: Οι μεγάλες τιμές -μάλιστα δε και οι υλικές- πρέπει να αποδίδονται μόνο στο θείον. Δεν είναι καλό να τιμώνται οι άνθρωποι με τρόπους που μόνο στο θείον αρμόζουν. Είναι σαφές πως εδώ καταδικάζεται, εκτός της απληστίας και της επιδείξεως, η παράλογη και ασύνετη υπερηφάνεια του ανθρώπου που ‘αυτο-θεοποιείται‘. Η πραγματικά καλή φήμη -άρα τα πραγματικά καλά έργα- μας γράφει ο Αισχύλος, δεν χρειάζεται ‘υποστήριξη με φτιασίδια’, ούτε ‘επιδείξεις’. Χαρακτηρίζει δε το ‘μη κακώς φρονείν’ ως ‘θεού μέγιστον δώρον’. Η αγαθή λοιπόν φρόνηση αποτελεί δώρο θεού και όχι ‘κατάκτηση’ του ανθρώπου. Όπως μας είπε πιο πριν, ο ‘δρόμος τους θεού’ είναι ο δρόμος της φρόνησης. Συνεπώς, βαδίζοντας ο άνθρωπος στον ‘δρόμο του θεού’ αξιώνεται κάποια στιγμή –όταν και αν ο θεός το ευλογήσει- να πάψει να φρονεί κακώς, ειδάλλως τούτο δεν μπορεί να συμβεί. Και βάζοντας ο άνθρωπος την προσπάθειά του σε αυτή τη διαδικασία όχι μόνο καθίσταται ‘άφοβος‘, αλλά εν χαρά φτάνει στο τέλος του βίου του. Αυτό το τελευταίο δύναται να έχει ερμηνεία τόσο κοσμική όσο όμως και πνευματική, υπονοώντας το επέκεινα, την Αιωνιότητα.
7) (στιχ. 947-948) Ζεύ Ζεύ τέλειε, τας εμάς ευχάς τέλει. μέλοι δε τοι σοι τώνπερ άν μέλλης τελείν
Νέα Ελληνική: Ζεύ Ζεύ που όλα τα τελειώνεις, ξετέλεψε και τις ευχές μου. κι όσα γνοιάζεσαι να γεννούν, φέρ’ τα σε τέλος
Ανάλυση: Ο Ζευς, κατά τον Αισχύλο, είναι εκείνος που ρυθμίζει την έκβαση των πραγμάτων, το τέλος αυτών. Οι διάφορες ευχές των ανθρώπων, τα διάφορα αιτήματά τους, γίνονται προς αυτόν με την προσδοκία εκπληρώσεως, αν και εφόσον μπορούν αυτά να ενταχθούν στο μεγάλο θέλημά του για την τελική έκβαση των πραγμάτων.
Ισίδωρος Άγγελος
Leave a Reply